παραμεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(SL_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parameyomai
|Transliteration C=parameyomai
|Beta Code=parameu/omai
|Beta Code=parameu/omai
|Definition=Dor. form of <b class="b3">παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">will surpass</b> the beauty of others, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.13</span> : an Act. form <b class="b3">παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι</b>, Hsch.</span>
|Definition=Dor. form of <b class="b3">παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων</b> [[will surpass]] the beauty of others, Pi.''N.''11.13: an Act. form <b class="b3">παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{bailly
|btext=[[surpasser]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], *ἀμεύομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''παρᾰμεύομαι:''' (только fut. παραμεύσομαι) превосходить: π. τινος μορφάν Pind. превзойти кого-л. красотой.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰμεύομαι''': Δωρικ. [[τύπος]] τοῦ παραμείβομαι, παραμεύεσθαί τινος μορφάν, ὑπερβαίνειν τὴν καλλονήν τινος, Πινδ. Ν. 11. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμεῦσαι· παραλλάξαι. ἐκτραπῆναι».
|lstext='''παρᾰμεύομαι''': Δωρικ. [[τύπος]] τοῦ παραμείβομαι, παραμεύεσθαί τινος μορφάν, ὑπερβαίνειν τὴν καλλονήν τινος, Πινδ. Ν. 11. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμεῦσαι· παραλλάξαι. ἐκτραπῆναι».
}}
}}
{{bailly
{{Slater
|btext=surpasser.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], *ἀμεύομαι.
|sltr=<b>παρᾰμεύομαι</b> = [[παραμείβομαι]], [[surpass]] εἰ δὲ [[τις]] ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (Hartung: ἄλλων codd.) (N. 11.13)
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]] ως [[προς]] [[κάτι]], παραμείβομαι («μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως ενεργ. που απαντά μόνο στο απρμφ. αορ.) <i>παραμεῦσαι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμεύομαι]] «[[υπερβάλλω]], [[νικώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρᾰμεύομαι:''' Δωρ. αντί <i>παραμείβομαι</i>, <i>παραμεύεσθαι τινος μορφάν</i>, [[υπερέχω]], [[ξεπερνώ]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{Slater
{{mdlsj
|sltr=<b>παρᾰμεύομαι</b> = [[παραμείβομαι]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[surpass]] εἰ δὲ [[τις]] ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (Hartung: ἄλλων codd.) (N. 11.13)
|mdlsjtxt=doric for παραμείβομαι<br />παραμεύεσθαί τινος μορφάν to [[surpass]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰμεύομαι Medium diacritics: παραμεύομαι Low diacritics: παραμεύομαι Capitals: ΠΑΡΑΜΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: parameúomai Transliteration B: parameuomai Transliteration C: parameyomai Beta Code: parameu/omai

English (LSJ)

Dor. form of παραμείβομαι, μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλων will surpass the beauty of others, Pi.N.11.13: an Act. form παραμεῦσαι· παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι, Hsch.

French (Bailly abrégé)

surpasser.
Étymologie: παρά, *ἀμεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰμεύομαι: (только fut. παραμεύσομαι) превосходить: π. τινος μορφάν Pind. превзойти кого-л. красотой.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰμεύομαι: Δωρικ. τύπος τοῦ παραμείβομαι, παραμεύεσθαί τινος μορφάν, ὑπερβαίνειν τὴν καλλονήν τινος, Πινδ. Ν. 11. 17. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμεῦσαι· παραλλάξαι. ἐκτραπῆναι».

English (Slater)

παρᾰμεύομαι = παραμείβομαι, surpass εἰ δὲ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (Hartung: ἄλλων codd.) (N. 11.13)

Greek Monolingual

Α
1. υπερέχω, υπερτερώ ως προς κάτι, παραμείβομαι («μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους», Πίνδ.)
2. (ως ενεργ. που απαντά μόνο στο απρμφ. αορ.) παραμεῦσαι
(κατά τον Ησύχ.) «παραλλάξαι, ἐκτραπῆναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀμεύομαι «υπερβάλλω, νικώ»].

Greek Monotonic

παρᾰμεύομαι: Δωρ. αντί παραμείβομαι, παραμεύεσθαι τινος μορφάν, υπερέχω, ξεπερνώ, σε Πίνδ.

Middle Liddell

doric for παραμείβομαι
παραμεύεσθαί τινος μορφάν to surpass, Pind.