εὐφόρμιγξ: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efformigks | |Transliteration C=efformigks | ||
|Beta Code=eu)fo/rmigc | |Beta Code=eu)fo/rmigc | ||
|Definition=ιγγος, ὁ, ἡ, < | |Definition=ιγγος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> with beautifullyre: playing beautifully on it, Λύκειος ''AP''7.10.<br><span class="bld">II</span> Pass., of lyrical music, [[beautifully played]] or [[accompanied]], Opp.''H.''5.618. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ,
A with beautifullyre: playing beautifully on it, Λύκειος AP7.10.
II Pass., of lyrical music, beautifully played or accompanied, Opp.H.5.618.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
1 qui joue bien de la lyre;
2 qui résonne harmonieusement sur la lyre.
Étymologie: εὖ, φόρμιγξ.
German (Pape)
ιγγος, schön zur Zither gesungen, μολπή Opp. H. 5.618; Nonn. – Λυκεῖος, die Zither schön spielend, Ep.adesp. 482 (VII.10).
Russian (Dvoretsky)
εὐφόρμιγξ: ιγγος adj.
1 хорошо играющий на форминге (Λυκεῖος Anth.);
2 искусно извлекаемый из форминги, красиво звучащий (ἀοιδά Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φόρμιγγα, καλῶς φορμίζων, Ἀνθ. Π. 7. 10. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ λυρικῆς μουσικῆς, μολπῆς εὐφόρμιγγος, συνοδευομένης ὑπὸ καλῆς φορμιγγος ἢ λίαν μελῳδικῆς, Ὀππ. Ἁλ. 5. 618.
Greek Monolingual
εὐφόρμιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ή παίζει ωραία τη φόρμιγγα, τη λύρα («σὺν εὐφόρμιγγι Λυκείῳ», Ανθ. Παλ.)
2. (για λυρική μουσική) αυτός που συνοδεύεται από ωραία λύρα, ο πολύ μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρμιγξ «λύρα»].
Greek Monotonic
εὐφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, με όμορφη λύρα ή παίζοντας όμορφα τη λύρα, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-φόρμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ,
with beautiful lyre or playing beautifully on it, Anth.