στοχαστής: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stochastis | |Transliteration C=stochastis | ||
|Beta Code=stoxasth/s | |Beta Code=stoxasth/s | ||
|Definition= | |Definition=στοχαστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[diviner]], [[LXX]] ''Is.''3.2; τῶν μελλόντων J.''BJ''4.4.6.<br><span class="bld">2</span> [[one who aims at]], τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων, ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας Ph.1.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[στοχάζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκεπτόμενος [[άνθρωπος]], αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα της ζωής και της ιστορίας, [[διανοητής]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που εικάζει, που προβλέπει [[κάτι]], [[οξυδερκής]] (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», <b>Ιώσ.</b><br />β. «τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων ἀλλ' οὐχὶ τῆς | |mltxt=ο, ΝΜΑ [[στοχάζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκεπτόμενος [[άνθρωπος]], αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα της ζωής και της ιστορίας, [[διανοητής]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που εικάζει, που προβλέπει [[κάτι]], [[οξυδερκής]] (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», <b>Ιώσ.</b><br />β. «τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας [[στοχαστής]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που αναζητεί και διακηρύσσει την [[αλήθεια]] («ἀρθῆναι ἀπ' αὐτῶν προφήτην καὶ στοχαστήν», Βασ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
στοχαστοῦ, ὁ,
A diviner, LXX Is.3.2; τῶν μελλόντων J.BJ4.4.6.
2 one who aims at, τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων, ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας Ph.1.10.
German (Pape)
[Seite 949] ὁ, der Zielende, Erzielende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στοχαστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰκάζων, συμπεραίνων, μάντις, τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων Φίλων 1. 10· τῶν μελλόντων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 6.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ στοχάζομαι
νεοελλ.
σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα της ζωής και της ιστορίας, διανοητής
(μσν.-αρχ.)
1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ.
β. «τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας στοχαστής», Φίλ.)
2. αυτός που αναζητεί και διακηρύσσει την αλήθεια («ἀρθῆναι ἀπ' αὐτῶν προφήτην καὶ στοχαστήν», Βασ.).