δακτυλίζω: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daktylizo | |Transliteration C=daktylizo | ||
|Beta Code=daktuli/zw | |Beta Code=daktuli/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> = [[δακτυλοδεικτέω]] (in bad sense), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] s.vv. [[ἐδακτύλιζον]], [[σκινδαρεύεσθαι]].<br><span class="bld">II</span> Pass. in metre, to [[be made a dactyl]], Eust.874.8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[señalar con el dedo]] Hsch.ε 389.<br /><b class="num">2</b> métr. [[transformarse en dáctilo]] en v. pas. ἵνα δακτυλισθῇ ὁ τρίβραχυς πούς Eust.874.8.<br /><b class="num">3</b> [[conducir]], <i>Gloss</i>.23D. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δακτυλίζω''': μέλλ. –ίσω, = [[δακτυλοδεικτέω]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἐδακτ-. | |lstext='''δακτυλίζω''': μέλλ. –ίσω, = [[δακτυλοδεικτέω]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἐδακτ-. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δακτυλίζω]] (AM) [[δάκτυλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>δακτυλίζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[δάκτυλος]] («ἵνα δακτυλισθῆ ό [[τρίβραχυς]] [[πούς]]» — για να μετατραπεί ο [[τρίβραχυς]] σε [[δάκτυλο]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακτυλίζω]]<br />[[δακτυλοδεικτώ]]. | |mltxt=[[δακτυλίζω]] (AM) [[δάκτυλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>δακτυλίζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[δάκτυλος]] («ἵνα δακτυλισθῆ ό [[τρίβραχυς]] [[πούς]]» — για να μετατραπεί ο [[τρίβραχυς]] σε [[δάκτυλο]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακτυλίζω]]<br />[[δακτυλοδεικτώ]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
A = δακτυλοδεικτέω (in bad sense), Hsch. s.vv. ἐδακτύλιζον, σκινδαρεύεσθαι.
II Pass. in metre, to be made a dactyl, Eust.874.8.
Spanish (DGE)
1 señalar con el dedo Hsch.ε 389.
2 métr. transformarse en dáctilo en v. pas. ἵνα δακτυλισθῇ ὁ τρίβραχυς πούς Eust.874.8.
3 conducir, Gloss.23D.
German (Pape)
[Seite 520] Hesych., = δακτυλοδεικτέω; bei Eustath. = einen Daktylus machen.
Greek (Liddell-Scott)
δακτυλίζω: μέλλ. –ίσω, = δακτυλοδεικτέω, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐδακτ-.
Greek Monolingual
δακτυλίζω (AM) δάκτυλος
μσν.
παθ. δακτυλίζομαι
γίνομαι δάκτυλος («ἵνα δακτυλισθῆ ό τρίβραχυς πούς» — για να μετατραπεί ο τρίβραχυς σε δάκτυλο)
αρχ.
δακτυλίζω
δακτυλοδεικτώ.