κλιμακωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klimakotos
|Transliteration C=klimakotos
|Beta Code=klimakwto/s
|Beta Code=klimakwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made like a ladder</b> or <b class="b2">stairs, terraced</b>, πρόσβασις <span class="bibl">Plb.5.59.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">κ. σχῆμα</b>, = [[κλῖμαξ]] IV, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.12</span>.</span>
|Definition=κλιμακωτή, κλιμακωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[made like a ladder]] or [[stairs]], [[terraced]], πρόσβασις Plb.5.59.9.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κ. σχῆμα</b>, = [[κλῖμαξ]] IV, Hermog.''Id.''1.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1453.png Seite 1453]] (adj. verb. zu dem nicht vorkommenden κλιμακόω), wie eine Leiter oder Treppe gemacht; [[πρόσβασις]] Pol. 5, 59, 9; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1453.png Seite 1453]] (adj. verb. zu dem nicht vorkommenden κλιμακόω), wie eine Leiter oder Treppe gemacht; [[πρόσβασις]] Pol. 5, 59, 9; Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''κλῑμᾰκωτός:''' [[ступенчатый]], [[расположенный уступами]] ([[πρόσβασις]] Polyb.): κλιμακωτὸν σνῆμα грам. = [[κλῖμαξ]] 5.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῑμᾰκωτός''': -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κλιμακόω, πεποιημένος ὡς κλῖμαξ, ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν μερῶν ὑπερκειμένων [[ἀλλήλων]], Πολύβ. 5. 59, 9, ΙΙ. κλιμακωτὸν [[σχῆμα]] = κλῖμαξ IV, [[σχῆμα]] ῥητορικόν, Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 286, 19, κτλ.
|lstext='''κλῑμᾰκωτός''': -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κλιμακόω, πεποιημένος ὡς κλῖμαξ, ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν μερῶν ὑπερκειμένων [[ἀλλήλων]], Πολύβ. 5. 59, 9, ΙΙ. κλιμακωτὸν [[σχῆμα]] = κλῖμαξ IV, [[σχῆμα]] ῥητορικόν, Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 286, 19, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλιμακωτός]], -ή, -όν) [[κλίμαξ]]. ο σχηματισμένος με [[μορφή]] κλίμακας, ο διατεταγμένος [[κατά]] βαθμίδες, [[σκαλωτός]], [[αμφιθεατρικός]] («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> ([[μετρική]]) α) «[[κλιμακωτός]] [[στίχος]]» — ο [[στίχος]] στον οποίο [[κάθε]] [[λέξη]] [[κατά]] [[σειρά]] [[είναι]] [[κατά]] μία [[συλλαβή]] μεγαλύτερη από την προηγούμενη<br />β) «κλιμακωτό [[ποίημα]]» — το [[ποίημα]] στο οποίο ο [[κάθε]] [[στίχος]] καταλήγει με την [[επανάληψη]] της ίδιας λέξης, απλής ή σύνθετης<br />γ) <b>στρ.</b> «κλιμακωτή [[παράταξη]]» — η [[παράταξη]] [[κατά]] κλιμάκια, [[κατά]] τμήματα τοποθετημένα κλιμακωτά<br />δ) <b>στρ.</b> «κλιμακωτή [[βολή]]» — [[βολή]] που εκτελείται με βαθμιαία [[ανύψωση]] του όπλου ή του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιμακωτὸν [[σχῆμα]]» — το ρητορικό [[σχήμα]] [[κλίμαξ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλιμακωτά</i><br />με κλιμακωτό τρόπο, βαθμιαία, [[κατά]] βαθμίδες.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑμακωτός Medium diacritics: κλιμακωτός Low diacritics: κλιμακωτός Capitals: ΚΛΙΜΑΚΩΤΟΣ
Transliteration A: klimakōtós Transliteration B: klimakōtos Transliteration C: klimakotos Beta Code: klimakwto/s

English (LSJ)

κλιμακωτή, κλιμακωτόν,
A made like a ladder or stairs, terraced, πρόσβασις Plb.5.59.9.
II κ. σχῆμα, = κλῖμαξ IV, Hermog.Id.1.12.

German (Pape)

[Seite 1453] (adj. verb. zu dem nicht vorkommenden κλιμακόω), wie eine Leiter oder Treppe gemacht; πρόσβασις Pol. 5, 59, 9; Sp.

Russian (Dvoretsky)

κλῑμᾰκωτός: ступенчатый, расположенный уступами (πρόσβασις Polyb.): κλιμακωτὸν σνῆμα грам. = κλῖμαξ 5.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κλιμακόω, πεποιημένος ὡς κλῖμαξ, ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν μερῶν ὑπερκειμένων ἀλλήλων, Πολύβ. 5. 59, 9, ΙΙ. κλιμακωτὸν σχῆμα = κλῖμαξ IV, σχῆμα ῥητορικόν, Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 286, 19, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κλιμακωτός, -ή, -όν) κλίμαξ. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. (μετρική) α) «κλιμακωτός στίχος» — ο στίχος στον οποίο κάθε λέξη κατά σειρά είναι κατά μία συλλαβή μεγαλύτερη από την προηγούμενη
β) «κλιμακωτό ποίημα» — το ποίημα στο οποίο ο κάθε στίχος καταλήγει με την επανάληψη της ίδιας λέξης, απλής ή σύνθετης
γ) στρ. «κλιμακωτή παράταξη» — η παράταξη κατά κλιμάκια, κατά τμήματα τοποθετημένα κλιμακωτά
δ) στρ. «κλιμακωτή βολή» — βολή που εκτελείται με βαθμιαία ανύψωση του όπλου ή του πυροβόλου
αρχ.
φρ. «κλιμακωτὸν σχῆμα» — το ρητορικό σχήμα κλίμαξ.
επίρρ...
κλιμακωτά
με κλιμακωτό τρόπο, βαθμιαία, κατά βαθμίδες.