ἀνεπίγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(CSV2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ανεπίγνωστος
|Full diacritics=ἀνεπίγνωστος
|Medium diacritics=ανεπίγνωστος
|Medium diacritics=ἀνεπίγνωστος
|Low diacritics=ανεπίγνωστος
|Low diacritics=ανεπίγνωστος
|Capitals=ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΤΟΣ
|Capitals=ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΤΟΣ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anepignostos
|Transliteration C=anepignostos
|Beta Code=a)nepi/gnwstos
|Beta Code=a)nepi/gnwstos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not distinctly known</b>, Herm. ap. Stob.1.41.44; τό α. τής συμβολής <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>12.2.11</span>:—Act., <b class="b2">not knowing distinctly</b>, τινός Simp.<b class="b2">in de An</b>.<span class="bibl">299.37</span>. Adv. -τως <b class="b2">not noticeably</b>, <span class="bibl">Plb.18.18.16</span>.</span>
|Definition=ἀνεπίγνωστον, [[not distinctly known]], Herm. ap. Stob.1.41.44; τὸ ἀ. τῆς συμβολῆς J.''AJ''12.2.11:—Act., [[not knowing distinctly]], τινός Simp.in de An.299.37. Adv. [[ἀνεπίγνώστως]] = [[not noticeably]], Plb.18.18.16.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no conocido]], [[desconocido]] πρὸς ἀνεπίγνωστον εἶναί με para que yo permanezca sin ser conocido</i>, <i>BGU</i> 1816.20 (I a.C.), cf. Herm.23.50<br /><b class="num"></b>del Espíritu Santo ἀ. πάντως ἡ τοῦ Πνεύματος φύσις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.427.<br /><b class="num">II</b> c. gen.<br /><b class="num">1</b> [[que no conoce]], [[desconocedor de]] ἡ δὲ ἐπιθυμία ... χρόνου οὖσα [[ἀνεπίγνωστος]] Simp.<i>in de An</i>.299.37.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[la imposibilidad de conocer]] τῆς συμβολῆς I.<i>AI</i> 12.90.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως: γίγνεσθαι ἀ. [[no ser discernible]] τὸ [[διάστημα]] Plb.18.18.16.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] nicht wahrgenommen, unmerklich, Pol. 18, 1, 16 u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεπίγνωστος''': -ον, ὁ μὴ σαφῶς γινωσκόμενος, [[μέχρι]] [[πότε]] τῆς ἀνεπιγνώστου ταύτης δεσπόσομεν ἡγεμονίας; [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 968. -Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 18. 1, 16.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνεπίγνωστος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να γίνει [[κατανοητός]], που βρίσκεται [[πέρα]] από τις γνωστικές μας ικανότητες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει [[επίγνωση]], [[συναίσθηση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτό που γίνεται [[χωρίς]] [[επίγνωση]], ασυναίσθητα<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν γνωρίζει με [[σαφήνεια]] [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίγνωστος Medium diacritics: ἀνεπίγνωστος Low diacritics: ανεπίγνωστος Capitals: ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: anepígnōstos Transliteration B: anepignōstos Transliteration C: anepignostos Beta Code: a)nepi/gnwstos

English (LSJ)

ἀνεπίγνωστον, not distinctly known, Herm. ap. Stob.1.41.44; τὸ ἀ. τῆς συμβολῆς J.AJ12.2.11:—Act., not knowing distinctly, τινός Simp.in de An.299.37. Adv. ἀνεπίγνώστως = not noticeably, Plb.18.18.16.

Spanish (DGE)

-ον
I no conocido, desconocido πρὸς ἀνεπίγνωστον εἶναί με para que yo permanezca sin ser conocido, BGU 1816.20 (I a.C.), cf. Herm.23.50
del Espíritu Santo ἀ. πάντως ἡ τοῦ Πνεύματος φύσις Gr.Nyss.Eun.1.427.
II c. gen.
1 que no conoce, desconocedor de ἡ δὲ ἐπιθυμία ... χρόνου οὖσα ἀνεπίγνωστος Simp.in de An.299.37.
2 subst. τὸ ἀ. la imposibilidad de conocer τῆς συμβολῆς I.AI 12.90.
III adv. -ως: γίγνεσθαι ἀ. no ser discernible τὸ διάστημα Plb.18.18.16.

German (Pape)

[Seite 224] nicht wahrgenommen, unmerklich, Pol. 18, 1, 16 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίγνωστος: -ον, ὁ μὴ σαφῶς γινωσκόμενος, μέχρι πότε τῆς ἀνεπιγνώστου ταύτης δεσπόσομεν ἡγεμονίας; Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 968. -Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 18. 1, 16.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεπίγνωστος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, που βρίσκεται πέρα από τις γνωστικές μας ικανότητες
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει επίγνωση, συναίσθηση για κάτι
2. αυτό που γίνεται χωρίς επίγνωση, ασυναίσθητα
αρχ.
εκείνος που δεν γνωρίζει με σαφήνεια κάτι.