Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀνηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onilatis
|Transliteration C=onilatis
|Beta Code=o)nhla/ths
|Beta Code=o)nhla/ths
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">donkeydriver</b>, <span class="bibl">Archipp.44</span>, <span class="bibl">D.42.7</span>, Crates Theb. ap. <span class="bibl">D.L.6.92</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>1.131.30</span> (i A. D.), Gal.10.134, etc.</span>
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) [[donkey-driver]], [[muleteer]], [[muleskinner]], [[mule skinner]], [[mule-driver]], [[mule driver]] Archipp.44, D.42.7, Crates Theb. ap. D.L.6.92, ''PLond.''1.131.30 (i A. D.), Gal.10.134, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0346.png Seite 346]] ὁ, der Eseltreiber; Dem. 42, 7; Luc. Asin. 29 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0346.png Seite 346]] ὁ, der Eseltreiber; Dem. 42, 7; Luc. Asin. 29 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[ânier]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], [[ἐλαύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνηλάτης:''' ου ὁ [[погонщик осла или ослов]] Dem., Luc., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνηλάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) ὁ ἐλαύνων, ὁδηγῶν ὄνους, κοινῶς «γαϊδουργιάρης», Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2, Δημ. 1040, ἐν τέλ, Κράτης παρὰ Διογ. Λ. 6. 92.
|lstext='''ὀνηλάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) ὁ ἐλαύνων, ὁδηγῶν ὄνους, κοινῶς «γαϊδουργιάρης», Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2, Δημ. 1040, ἐν τέλ, Κράτης παρὰ Διογ. Λ. 6. 92.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀνηλάτης]] και [[ὀνελάτης]] και ὀνολάτης)<br />[[οδηγός]] όνων, [[ονηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξεν</i>-<i>ηλάτης</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την [[πορεία]] των γαϊδάρων, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀν-ηλᾰ́της, ου, ὁ, [[ἐλαύνω]]<br />a [[donkey]]-[[driver]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνηλάτης Medium diacritics: ὀνηλάτης Low diacritics: ονηλάτης Capitals: ΟΝΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: onēlátēs Transliteration B: onēlatēs Transliteration C: onilatis Beta Code: o)nhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω) donkey-driver, muleteer, muleskinner, mule skinner, mule-driver, mule driver Archipp.44, D.42.7, Crates Theb. ap. D.L.6.92, PLond.1.131.30 (i A. D.), Gal.10.134, etc.

German (Pape)

[Seite 346] ὁ, der Eseltreiber; Dem. 42, 7; Luc. Asin. 29 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ânier.
Étymologie: ὄνος, ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνηλάτης: ου ὁ погонщик осла или ослов Dem., Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἐλαύνων, ὁδηγῶν ὄνους, κοινῶς «γαϊδουργιάρης», Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2, Δημ. 1040, ἐν τέλ, Κράτης παρὰ Διογ. Λ. 6. 92.

Greek Monolingual

ο (Α ὀνηλάτης και ὀνελάτης και ὀνολάτης)
οδηγός όνων, ονηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ξεν-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την πορεία των γαϊδάρων, σε Δημ.

Middle Liddell

ὀν-ηλᾰ́της, ου, ὁ, ἐλαύνω
a donkey-driver, Dem.