προανίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proanistimi
|Transliteration C=proanistimi
|Beta Code=proani/sthmi
|Beta Code=proani/sthmi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[set up before]], δρυφάκτους τῶν τεκτύνων <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.10</span>: aor.1 Med., ib.<span class="bibl">5.3.2</span>:—Pass. with aor.2 Act., [[start up first]], <span class="bibl">Stratt.62</span>; [[rise from table first]], Ach. Tat.<span class="bibl">5.18</span>; [[rise before daybreak]], <span class="bibl">Poll.1.71</span>.</span>
|Definition=[[set up before]], δρυφάκτους τῶν τεκτύνων J.''BJ''3.7.10: aor.1 Med., ib.5.3.2:—Pass. with aor.2 Act., [[start up first]], Stratt.62; [[rise from table first]], Ach. Tat.5.18; [[rise before daybreak]], Poll.1.71.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανίστημι Medium diacritics: προανίστημι Low diacritics: προανίστημι Capitals: ΠΡΟΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: proanístēmi Transliteration B: proanistēmi Transliteration C: proanistimi Beta Code: proani/sthmi

English (LSJ)

set up before, δρυφάκτους τῶν τεκτύνων J.BJ3.7.10: aor.1 Med., ib.5.3.2:—Pass. with aor.2 Act., start up first, Stratt.62; rise from table first, Ach. Tat.5.18; rise before daybreak, Poll.1.71.

Greek (Liddell-Scott)

προανίστημι: στήνω πρότερον, δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 10· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ ἀορ. α΄, αὐτόθι 5. 3, 2· ― Παθ., μετ’ ἀορ. ἐνεργ., ἀνίσταμαι πρὸ τῶν ἄλλων, «τὸ δὲ προεκπηδᾶν προανίστασθαι Στράττις εἶπε· “τί ὥσπερ οἱ σταδιοδρόμοι προανίστασαι;”» Πολυδ. Γ΄, 146· ἐγείρομαι πρὸ τῆς χαραυγῆς, «τὸ δὲ προαναστῆναι περὶ τοῦ ὄρθρου ἐπορθρεύσασθαι» ὁ αὐτ. Α΄, 71.

Greek Monolingual

Α ἀνίστημι
1. ανεγείρω κάτι προηγουμένως («δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων», Ιώσ.)
2. μέσ. προανίσταμαι
α) παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου («ὅσα κήπων προανεστήσαντο καὶ δένδρων οἱ οἰκήτορες», Ιώσ.)
β) ξεκινώ σε αγώνα δρόμου πριν από τους άλλους
γ) σηκώνομαι από το τραπέζι πρώτος
δ) σηκώνομαι πριν από τη χαραυγή.