εὐπίνεια: Difference between revisions
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efpineia | |Transliteration C=efpineia | ||
|Beta Code=eu)pi/neia | |Beta Code=eu)pi/neia | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], ἡ, perhaps<br><span class="bld">A</span> [[elegance]] of style, Longin.30.1; cf. [[εὐπινής]] II.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">εὐπινείας χάριν</b> for [[embellishment]], Heliod. ap. Orib.49.4.42. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπίνεια''': ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος [[πίνος]], δηλ. ὁ χνοῦς [[ἠρέμα]] καὶ [[λεληθότως]] ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, [[ἁπλότης]], [[ἀφέλεια]], Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) [[ποιότης]] καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai. | |lstext='''εὐπίνεια''': ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος [[πίνος]], δηλ. ὁ χνοῦς [[ἠρέμα]] καὶ [[λεληθότως]] ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, [[ἁπλότης]], [[ἀφέλεια]], Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) [[ποιότης]] καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐπίνεια]], ἡ (Α) [[ευπινής]]<br /><b>1.</b> (για ύφος) [[απλότητα]], [[κομψότητα]] εκφράσεως<br /><b>2.</b> [[διακόσμηση]]<br /><b>3.</b> (για σίδηρο) καλή [[ποιότητα]], [[λαμπρότητα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, perhaps
A elegance of style, Longin.30.1; cf. εὐπινής II.
2 εὐπινείας χάριν for embellishment, Heliod. ap. Orib.49.4.42.
German (Pape)
[Seite 1088] ἡ, alte, einfache und kräftige Schönheit im Ausdruck, Longin. 30, 1; vgl. nitor obsoletus, Auct. ad Herenn. 4, 46.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπίνεια: ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος πίνος, δηλ. ὁ χνοῦς ἠρέμα καὶ λεληθότως ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, ἁπλότης, ἀφέλεια, Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) ποιότης καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai.
Greek Monolingual
εὐπίνεια, ἡ (Α) ευπινής
1. (για ύφος) απλότητα, κομψότητα εκφράσεως
2. διακόσμηση
3. (για σίδηρο) καλή ποιότητα, λαμπρότητα.