μετακυλίνδω: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metakylindo | |Transliteration C=metakylindo | ||
|Beta Code=metakuli/ndw | |Beta Code=metakuli/ndw | ||
|Definition= | |Definition=[[roll to another place]], [[roll over]], μετακυλίνδειν αὑτὸν ἀεὶ πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον Ar.''Ra.''536:—also [[μετακυλίω]] [ῑ], Paul. Aeg.6.74:—Pass., εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.535, cf. Phlp. in de An.115.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετακυλίνδω]] (Α, Μ μετακυλινδῶ, -έω)<br />[[κυλώ]] σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[μετακυλώ]]<br /><b>μσν.</b><br />(μόνο το μέσ.) <i>μετακυλινδοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για τον χρόνο) [[περνώ]], [[παρέρχομαι]] («ὁ [[χρόνος]] μετακυλινδούμενος... τῆς γονιμότητος [[ἀφανιστικός]] ἐστιν», Ιω. Διάκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κυλίνδω]] «[[κυλώ]]»]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
roll to another place, roll over, μετακυλίνδειν αὑτὸν ἀεὶ πρὸς τὸν εὖ πράττοντα τοῖχον Ar.Ra.536:—also μετακυλίω [ῑ], Paul. Aeg.6.74:—Pass., εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.535, cf. Phlp. in de An.115.2.
Greek Monolingual
μετακυλίνδω (Α, Μ μετακυλινδῶ, -έω)
κυλώ σε άλλο τόπο, μετακυλώ
μσν.
(μόνο το μέσ.) μετακυλινδοῦμαι, -έομαι
(για τον χρόνο) περνώ, παρέρχομαι («ὁ χρόνος μετακυλινδούμενος... τῆς γονιμότητος ἀφανιστικός ἐστιν», Ιω. Διάκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κυλίνδω «κυλώ»].