ἀνθράκινος: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
m (Text replacement - "(lat\. <i>)([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)(<\/i>)" to "$1$2$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthrakinos | |Transliteration C=anthrakinos | ||
|Beta Code=a)nqra/kinos | |Beta Code=a)nqra/kinos | ||
|Definition=η, ον, < | |Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of the nature of]], or [[made of]], a [[carbuncle]], [[LXX]] ''Es.''1.7.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀνθρακίνου βαφή</b> [[blue]] dye (woad), PHolm.18.35. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-η, -ον<br /><b class="num">I</b> adj. [[hecho de granate]] κυλίκιον [[LXX]] <i>Es</i>.1.7, ἀ. λίθος carbunclo</i> op. [[πράσινος λίθος]] ‘[[cuarzo]]’, Ph.1.60.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἀνθρακίνου [[βαφή]] [[tinte azul oscuro]], <i>PHolm</i>.110.<br /><b class="num">2</b> plu. lat. <i>[[anthracina]]</i>, -<i>orum</i>, [[vestidos negros de luto]] Varro en Nonius Marcellus p.882. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθράκινος''': -η, -ον, ἐξ ἄνθρακος (τοῦ πολυτίμου λίθου), «ἀνθράκινον [[κυλίκιον]] [[προκείμενον]] ἀπὸ ταλάντων τρισμυρίων» Ἑβδ. (Ἐσθ. α΄, 7). | |lstext='''ἀνθράκινος''': -η, -ον, ἐξ ἄνθρακος (τοῦ πολυτίμου λίθου), «ἀνθράκινον [[κυλίκιον]] [[προκείμενον]] ἀπὸ ταλάντων τρισμυρίων» Ἑβδ. (Ἐσθ. α΄, 7). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται ή [[είναι]] κατασκευασμένος από τον πολύτιμο λίθο άνθρακα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το σκούρο [[χρώμα]] του άνθρακα. | |mltxt=-η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται ή [[είναι]] κατασκευασμένος από τον πολύτιμο λίθο άνθρακα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το σκούρο [[χρώμα]] του άνθρακα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον,
A of the nature of, or made of, a carbuncle, LXX Es.1.7.
2 ἀνθρακίνου βαφή blue dye (woad), PHolm.18.35.
Spanish (DGE)
-η, -ον
I adj. hecho de granate κυλίκιον LXX Es.1.7, ἀ. λίθος carbunclo op. πράσινος λίθος ‘cuarzo’, Ph.1.60.
II subst.
1 ἀνθρακίνου βαφή tinte azul oscuro, PHolm.110.
2 plu. lat. anthracina, -orum, vestidos negros de luto Varro en Nonius Marcellus p.882.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθράκινος: -η, -ον, ἐξ ἄνθρακος (τοῦ πολυτίμου λίθου), «ἀνθράκινον κυλίκιον προκείμενον ἀπὸ ταλάντων τρισμυρίων» Ἑβδ. (Ἐσθ. α΄, 7).
Greek Monolingual
-η, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται ή είναι κατασκευασμένος από τον πολύτιμο λίθο άνθρακα
2. αυτός που έχει το σκούρο χρώμα του άνθρακα.