προθεραπεία: Difference between revisions
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protherapeia | |Transliteration C=protherapeia | ||
|Beta Code=proqerapei/a | |Beta Code=proqerapei/a | ||
|Definition=ἡ, Rhet., < | |Definition=ἡ, Rhet.,<br><span class="bld">A</span> [[preparation for the introduction]] of something startling, Hermog.''Inv.''4.12.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[preliminary treatment]], Orib.''Fr.''55. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προθερᾰπεία''': ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, προπαρασκευὴ πρὸς τὴν εἰσαγωγὴν κακοζήλου τινός, «ὅτι τὰ κακόζηλά ἐστι [[πολλάκις]] ἰᾶσθαι τῇ προπαρασκευῇ τῇ καὶ προθεραπείᾳ καλουμένῃ· τὰ γὰρ προμαλαχθέντα τῇ ἑρμηνείᾳ νοῦν εἰσάγει» Ρήτορ. (Walz) 3. 179. | |lstext='''προθερᾰπεία''': ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, προπαρασκευὴ πρὸς τὴν εἰσαγωγὴν κακοζήλου τινός, «ὅτι τὰ κακόζηλά ἐστι [[πολλάκις]] ἰᾶσθαι τῇ προπαρασκευῇ τῇ καὶ προθεραπείᾳ καλουμένῃ· τὰ γὰρ προμαλαχθέντα τῇ ἑρμηνείᾳ νοῦν εἰσάγει» Ρήτορ. (Walz) 3. 179. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[προθεραπεύω]]<br /><b>1.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[προετοιμασία]] του ακροατή από τον ρήτορα για να ακούσει [[κάτι]] [[παράδοξο]] ή απίστευτο<br /><b>2.</b> η εκ τών προτέρων [[θεραπεία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, Rhet.,
A preparation for the introduction of something startling, Hermog.Inv.4.12.
II Medic., preliminary treatment, Orib.Fr.55.
German (Pape)
[Seite 723] ἡ, vorhergehende Behandlung, Vorbereitung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προθερᾰπεία: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, προπαρασκευὴ πρὸς τὴν εἰσαγωγὴν κακοζήλου τινός, «ὅτι τὰ κακόζηλά ἐστι πολλάκις ἰᾶσθαι τῇ προπαρασκευῇ τῇ καὶ προθεραπείᾳ καλουμένῃ· τὰ γὰρ προμαλαχθέντα τῇ ἑρμηνείᾳ νοῦν εἰσάγει» Ρήτορ. (Walz) 3. 179.
Greek Monolingual
ἡ, Α προθεραπεύω
1. (ρητ.) η προετοιμασία του ακροατή από τον ρήτορα για να ακούσει κάτι παράδοξο ή απίστευτο
2. η εκ τών προτέρων θεραπεία.