βύσμα: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
m (LSJ1 replacement) |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vysma | |Transliteration C=vysma | ||
|Beta Code=bu/sma | |Beta Code=bu/sma | ||
|Definition=ατος, τό, (βύω) | |Definition=-ατος, τό, ([[βύω]]) [[plug]], [[bung]], Hp.''Mul.''2.114 (pl.), Ar.''Fr.'' 299; <b class="b3">Στίλπωνος βύσματα</b> Stilpo's [[stoppers]], i.e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, Diph.23. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[tapón]], [[bitoque]] de recipientes para líquidos β. καὶ [[γευστήριον]] Ar.<i>Fr</i>.310.2, hecho c. fibras vegetales, utilizado en medic. φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Hp.<i>Mul</i>.2.114, cf. Gal.14.483, de una cánula, Hp.<i>Steril</i>.222<br /><b class="num">•</b>fig. Στίλπωνος βύσματα tapones de Estilpón</i> argumentos con los que tapaba la boca a sus interlocutores, Sophil.2A. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0468.png Seite 468]] τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com. Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0468.png Seite 468]] τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com. Hesych. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βύσμα:''' ατος τό затычка, пробка Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βύσμα''': τό, (βύω) στούπωμα, βούλλωμα, Ἱππ. 640. 12, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· Στίλπωνος βύσματα, στουπώματα, βουλλώματα τοῦ Στίλπ., δηλ. ἐπιχειρήματα, δι’ὧν ἐφίμου τῶν ἀντιπάλων του τὰ στόματα, Δίφιλ. Γαμ. 2. | |lstext='''βύσμα''': τό, (βύω) στούπωμα, βούλλωμα, Ἱππ. 640. 12, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· Στίλπωνος βύσματα, στουπώματα, βουλλώματα τοῦ Στίλπ., δηλ. ἐπιχειρήματα, δι’ὧν ἐφίμου τῶν ἀντιπάλων του τὰ στόματα, Δίφιλ. Γαμ. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[βύσμα]]) [[βύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[γέμισμα]] του έξω ακουστικού πόρου με [[κυψελίδα]]<br /><b>2.</b> ηλεκτρολογικό [[εξάρτημα]] του οποίου το ένα [[άκρο]] εισάγεται σε κατάλληλη [[υποδοχή]] και εξασφαλίζει την ηλεκτρική [[σύνδεση]] των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην [[υποδοχή]]<br />(αρχ. -μσν.) η [[απόφραξη]], το [[φράξιμο]]. | |mltxt=το (AM [[βύσμα]]) [[βύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[γέμισμα]] του έξω ακουστικού πόρου με [[κυψελίδα]]<br /><b>2.</b> ηλεκτρολογικό [[εξάρτημα]] του οποίου το ένα [[άκρο]] εισάγεται σε κατάλληλη [[υποδοχή]] και εξασφαλίζει την ηλεκτρική [[σύνδεση]] των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην [[υποδοχή]]<br />(αρχ. -μσν.) η [[απόφραξη]], το [[φράξιμο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (βύω) plug, bung, Hp.Mul.2.114 (pl.), Ar.Fr. 299; Στίλπωνος βύσματα Stilpo's stoppers, i.e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, Diph.23.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
tapón, bitoque de recipientes para líquidos β. καὶ γευστήριον Ar.Fr.310.2, hecho c. fibras vegetales, utilizado en medic. φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Hp.Mul.2.114, cf. Gal.14.483, de una cánula, Hp.Steril.222
•fig. Στίλπωνος βύσματα tapones de Estilpón argumentos con los que tapaba la boca a sus interlocutores, Sophil.2A.
German (Pape)
[Seite 468] τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com. Hesych.
Russian (Dvoretsky)
βύσμα: ατος τό затычка, пробка Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βύσμα: τό, (βύω) στούπωμα, βούλλωμα, Ἱππ. 640. 12, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· Στίλπωνος βύσματα, στουπώματα, βουλλώματα τοῦ Στίλπ., δηλ. ἐπιχειρήματα, δι’ὧν ἐφίμου τῶν ἀντιπάλων του τὰ στόματα, Δίφιλ. Γαμ. 2.
Greek Monolingual
το (AM βύσμα) βύω
νεοελλ.
1. το γέμισμα του έξω ακουστικού πόρου με κυψελίδα
2. ηλεκτρολογικό εξάρτημα του οποίου το ένα άκρο εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή και εξασφαλίζει την ηλεκτρική σύνδεση των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην υποδοχή
(αρχ. -μσν.) η απόφραξη, το φράξιμο.