ἕστιος: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir
(6_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=estios | |Transliteration C=estios | ||
|Beta Code=e(/stios | |Beta Code=e(/stios | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> of the [[ἑστία]], [[θεοί]], [[ἐσχάρα]], Hld.1.30,4.18.<br><span class="bld">II</span> [[Ἕστιος]], ὁ (''[[sc.]]'' [[μήν]]), name of month in Magnesia, ''IG''9(2).1117.11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἕστιος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς τήν ἑστίαν, θεοί, [[ἐσχάρα]] Ἠλιόδ. 1. 30., 4. 18. | |lstext='''ἕστιος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς τήν ἑστίαν, θεοί, [[ἐσχάρα]] Ἠλιόδ. 1. 30., 4. 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἕστιος]], -α, -ον (Α) [[εστία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[εστία]] («τοῖς ἑστίοις θεοῖς»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Ἕστιος</i> (ενν. [[μήνας]])<br />[[ονομασία]] ενός από τους μήνες στη Μαγνησία. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A of the ἑστία, θεοί, ἐσχάρα, Hld.1.30,4.18.
II Ἕστιος, ὁ (sc. μήν), name of month in Magnesia, IG9(2).1117.11.
German (Pape)
[Seite 1044] den Hausheerd betreffend, θεοί Heliod. 1, 30; ἐσχάρα 4, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἕστιος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τήν ἑστίαν, θεοί, ἐσχάρα Ἠλιόδ. 1. 30., 4. 18.
Greek Monolingual
ἕστιος, -α, -ον (Α) εστία
1. αυτός που ανήκει στην εστία («τοῖς ἑστίοις θεοῖς»)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἕστιος (ενν. μήνας)
ονομασία ενός από τους μήνες στη Μαγνησία.