πολυμελής: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polymelis | |Transliteration C=polymelis | ||
|Beta Code=polumelh/s | |Beta Code=polumelh/s | ||
|Definition= | |Definition=πολυμελές, ([[μέλος]])<br><span class="bld">A</span> [[with many members]], Pl.''Phdr.''238a.<br><span class="bld">II</span> [[many-toned]], in form [[πολυμμελές]], Alcm.1. Adv. [[πολυμελῶς]] Poll.4.57. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πολυμελής -ές [[[πολύς]], [[μέλος]]] [[met veel leden]], [[veelledig]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυμελές, (μέλος)
A with many members, Pl.Phdr.238a.
II many-toned, in form πολυμμελές, Alcm.1. Adv. πολυμελῶς Poll.4.57.
German (Pape)
[Seite 666] ές, vielgliederig, Plat. Phaedr. 238 a; – αὐλός, Poll. 6, 170, von vielen Tönen, s. das Folgde.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 à plusieurs membres;
2 à plusieurs tons, varié (chant).
Étymologie: πολύς, μέλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυμελής -ές [πολύς, μέλος] met veel leden, veelledig.
Russian (Dvoretsky)
πολυμελής: многочленный, т. е. составной, сложный (π. καὶ πολυειδής Plat.).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά μέλη, που αποτελείται από πολλά μέλη (α. «πολυμελής οικογένεια» β. «πολυμελές δικαστήριο»
γ) «πολυμελὲς γὰρ καὶ πολυειδές», Πλάτ.)
αρχ.
ποικιλόφθογγος, αυτός που μπορεί να τραγουδήσει πολλά μέλη, πολλές μελωδίες.
επίρρ...
πολυμελῶς Α
με πολλά μέλη, με ποικίλες μελωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μελής (< μέλος), πρβλ. ολομελής].
Greek Monotonic
πολῠμελής: -ές (μέλος), αυτός που έχει πολλά μέλη, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμελής: -ές, (μέλος) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων πολλὰ μέλη, Πλάτ. Φαῖδρ. 238Α. ΙΙ. ποικιλόφθογγος, μέλος Ἀλκμὰν 1. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Δ΄, 57.