προσεγείρω: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosegeiro | |Transliteration C=prosegeiro | ||
|Beta Code=prosegei/rw | |Beta Code=prosegei/rw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[lift up]], στέρνον Philostr.''Gym.''35.<br><span class="bld">II</span> [[stimulate]], [[excite]], <b class="b3">αὐλῷ τινα</b> ib.55, cf. ''VS''2.9.2; cf. [[προσεγρήγορα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ἐγείρω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>προσεγείρομαι</i><br />σηκώνομαι από σεβασμό [[μπροστά]] σε κάποιον και του [[παραχωρώ]] τη [[θέση]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]] («προσεγείρειν [[στέρνον]]», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]], [[παροξύνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσεγείρω:''' (pf. [[προσεγρήγορα]]) держать в бодрствующем состоянии, не давать уснуть (τινά Arst.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
A lift up, στέρνον Philostr.Gym.35.
II stimulate, excite, αὐλῷ τινα ib.55, cf. VS2.9.2; cf. προσεγρήγορα.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐγείρω
μσν.
μέσ. προσεγείρομαι
σηκώνομαι από σεβασμό μπροστά σε κάποιον και του παραχωρώ τη θέση μου
αρχ.
1. σηκώνω, υψώνω («προσεγείρειν στέρνον», Φιλόστρ.)
2. διεγείρω, ερεθίζω, παροξύνω.
Russian (Dvoretsky)
προσεγείρω: (pf. προσεγρήγορα) держать в бодрствующем состоянии, не давать уснуть (τινά Arst.).