πρέσβευμα: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=presvevma | |Transliteration C=presvevma | ||
|Beta Code=pre/sbeuma | |Beta Code=pre/sbeuma | ||
|Definition=ατος, τό, [[ambassador]], in plural, πρεσβεύματ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια | |Definition=-ατος, τό, [[ambassador]], in plural, πρεσβεύματ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια E.''Supp.''173, cf. ''Rh.''936; collectively, the [[embassy]], Plu. ''Tim.''9; but, [[embassies]], [[mission]]s, Id.2.541e. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, ambassador, in plural, πρεσβεύματ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια E.Supp.173, cf. Rh.936; collectively, the embassy, Plu. Tim.9; but, embassies, missions, Id.2.541e.
German (Pape)
[Seite 698] τό, Gesandtschaft, Eur. Rhes. 936 Suppl. 173, beide Male im plur., vgl. Valck. Diatr. 194, Plut. Timol. 9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
collect. les membres d'une ambassade, ambassade.
Étymologie: πρεσβεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρέσβευμα -ατος, τό [πρεσβεύω] gezantschap.
Russian (Dvoretsky)
πρέσβευμα: ατος τό (только pl.) члены посольства, посольство Eur., Plut.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α πρεσβεύω
1. πρεσβευτής
2. (με περιληπτ. σημ.) πρεσβεία
3. αποστολή πρέσβεων.
Greek Monotonic
πρέσβευμα: τό, πρεσβεία, σώμα πρέσβεων, σε πληθ., σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβευμα: τό, πρεσβευτής, ἐν τῷ πληθ. (πρβλ. παίδευμα, κτλ.), πρεσβεύματ’ οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια Εὐρ. Ἱκέτ. 173, πρβλ. Ρῆσ. 936· ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως περιληπτικῶς, οἱ πρέσβεις, Πλουτ. Τιμολ. 9., 2. 541Α.