ἐξαφρίζω: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksafrizo
|Transliteration C=eksafrizo
|Beta Code=e)cafri/zw
|Beta Code=e)cafri/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[remove the froth]] by boiling, <b class="b3">τὸ ἐξηφρισμένον [μέλι</b>] [[despumated]], Dsc.2.82.3:—Med., metaph. from a horse, αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος [[exhaust by foaming]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1067</span>.</span>
|Definition=[[remove the froth]] by boiling, <b class="b3">τὸ ἐξηφρισμένον [μέλι]</b> [[despumated]], Dsc.2.82.3:—Med., metaph. from a horse, αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος [[exhaust by foaming]], A.''Ag.''1067.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαφρίζω Medium diacritics: ἐξαφρίζω Low diacritics: εξαφρίζω Capitals: ΕΞΑΦΡΙΖΩ
Transliteration A: exaphrízō Transliteration B: exaphrizō Transliteration C: eksafrizo Beta Code: e)cafri/zw

English (LSJ)

remove the froth by boiling, τὸ ἐξηφρισμένον [μέλι] despumated, Dsc.2.82.3:—Med., metaph. from a horse, αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος exhaust by foaming, A.Ag.1067.

German (Pape)

[Seite 874] abschäumen; übertr., μένος, abbrausen lassen, Aesch. Ag. 1037.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαφρίζω: βράζω τι ἕως οὗ ἀφρίσῃ καὶ ἀφαιρῶ τὸν ἀφρὸν αὐτοῦ, «’ξαφρίζω», ἔστι μέντοι τὸ ὠμὸν (μέλι) φυσσῶδες... ὅθεν ἐξηφρισμένῳ δεῖ χρῆσθαι Διοσκ. 2. 101: μεταφ., πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος, πρὶν ἐκβάλῃ τὸν ἀφρὸν τοῦ αἱματηροῦ μένους, ἐκ μεταφορᾶς τῶν δαμαζομένων πώλων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1067· μεταβάλλω εἰς ἀφρόν, ὑετόν... τῇ σφοδροτέρᾳ τῶν ἀνέμων προσβολῇ ἐξαφρίζων εἰς νιφετὸν μεταπήγνυσι Θεοδώρητ. τ. 4, σ. 334· ἀφρίζω, ἡ κακοποιία... τὰ κύματα θραύουσα οὐκ ἐξαφρίζει εἰς θυμὸν ἀκρατῆ Εὐστ. Πονημάτ. 100. 91.

Greek Monolingual

και ξαφρίζω (AM ἐξαφρίζω) αφρίζω
αφαιρώ τον αφρό που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρού που βράζει
νεοελλ.
αφαιρώ με δόλο ξένα πράγματα («ξάφρισε την περιουσία του συνεταίρου του»)
μσν.
αφρίζω υπερβολικά
αρχ.
1. μεταβάλλω σε αφρό
2. μέσ. εξαντλώ, χάνω κάτι αφρίζοντας («πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος», Αισχ. Αγ.).