συνομιλητής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synomilitis | |Transliteration C=synomilitis | ||
|Beta Code=sunomilhth/s | |Beta Code=sunomilhth/s | ||
|Definition= | |Definition=συνομιλητοῦ, ὁ, [[companion]], Elias ''in Porph.''15.27: metaph. of books, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20: fem. [[συνομιλήτρια]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[συνεψία]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[συνομιλήτρια]], ΝΑ [[συνομιλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο συνομιλεί [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (διπλ.-πολ.) [[εταίρος]] σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύντροφος]], [[φίλος]]. | |mltxt=ο, θηλ. [[συνομιλήτρια]], ΝΑ [[συνομιλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός με τον οποίο συνομιλεί [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (διπλ.-πολ.) [[εταίρος]] σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύντροφος]], [[φίλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
συνομιλητοῦ, ὁ, companion, Elias in Porph.15.27: metaph. of books, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20: fem. συνομιλήτρια, Hsch. s.v. συνεψία.
Greek Monolingual
ο, θηλ. συνομιλήτρια, ΝΑ συνομιλῶ
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο συνομιλεί κανείς
2. (διπλ.-πολ.) εταίρος σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες
αρχ.
σύντροφος, φίλος.