πετροφυής: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=petrofyis | |Transliteration C=petrofyis | ||
|Beta Code=petrofuh/s | |Beta Code=petrofuh/s | ||
|Definition= | |Definition=πετροφυές,<br><span class="bld">A</span> [[clinging to rock]], πολύπους Ps.-Phoc.49.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[πετροφυές]], τό, = [[ἀείζων τὸ λεπτόφυλλον]], Ps.-Dsc.4.90, cf. 89. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] ές, an Felsen, Steinen wachsend, daran haftend; [[πολύπους]], Phocyl. 44; τὸ πετροφυές, eine Pflanze, Diosc. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πετροφυής''': -ές, ὁ προσπεφυκὼς ταῖς πέτραις, [[πολύπους]], Ψευδο-Φωκυλ. 44. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροφυές, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ ἀειζώου, sedum, Διοσκ. 4. 90. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />(για φυτά) αυτός που φύεται [[πάνω]] σε [[πέτρα]], ο προσκολλημένος σε [[πέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πετροφυής]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το λευκόφυλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>/ [[φύομαι]]), [[πρβλ]]. [[λιμνοφυής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
πετροφυές,
A clinging to rock, πολύπους Ps.-Phoc.49.
II Subst. πετροφυές, τό, = ἀείζων τὸ λεπτόφυλλον, Ps.-Dsc.4.90, cf. 89.
German (Pape)
[Seite 606] ές, an Felsen, Steinen wachsend, daran haftend; πολύπους, Phocyl. 44; τὸ πετροφυές, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πετροφυής: -ές, ὁ προσπεφυκὼς ταῖς πέτραις, πολύπους, Ψευδο-Φωκυλ. 44. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροφυές, τό, εἶδος φυτοῦ ἀειζώου, sedum, Διοσκ. 4. 90.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
(για φυτά) αυτός που φύεται πάνω σε πέτρα, ο προσκολλημένος σε πέτρα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ πετροφυής
το φυτό αείζωον το λευκόφυλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -φυής (< φύω/ φύομαι), πρβλ. λιμνοφυής].