ἀνδρομήκης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=andromikis
|Transliteration C=andromikis
|Beta Code=a)ndromh/khs
|Beta Code=a)ndromh/khs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a man's height</b>, σταύρωμα <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.2.3</span>; φοῖνιξ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>2.6.7</span>; <b class="b3">ὕψος, βάθος</b>, <span class="bibl">Plb.8.5.6</span>, <span class="bibl">10.46.3</span>; θυρεοί <span class="bibl">Onos.20.1</span>; πυρός <span class="bibl">Sosith.2.18</span>.</span>
|Definition=ἀνδρομήκες, [[of a man's height]], σταύρωμα X.''HG''3.2.3; φοῖνιξ [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 2.6.7; [[ὕψος]], [[βάθος]], Plb.8.5.6, 10.46.3; θυρεοί Onos.20.1; πυρός Sosith.2.18.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[de la altura de un hombre]] κατειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι ὡς ἀνδρομήκει ὄντι X.<i>HG</i> 3.2.3, φοίνικες ... ἀνδρομήκεις ὄντες Thphr.<i>HP</i> 2.6.7, ἀνδρομήκους ὕψους κατεπύκνωσε τρήμασι τὸ τεῖχος abrió en el muro unas troneras a la altura de un hombre</i> Plb.8.5.6, βάθος Plb.10.46.3, θυρεός Onas.20.1, πυρός Sosith.2.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0218.png Seite 218]] ες, von Menschenlänge, [[σταύρωμα]] Xen. Hell. 3, 2, 3; [[ὕψος]] Pol. 8, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0218.png Seite 218]] ες, von Menschenlänge, [[σταύρωμα]] Xen. Hell. 3, 2, 3; [[ὕψος]] Pol. 8, 7.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[de la taille d'un homme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[μῆκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρομήκης:''' [[в человеческий рост]] ([[σταύρωμα]] Xen.; [[βάθος]] Polyb.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀνδρομήκης''': -ες, ([[μῆκος]]) ἀνδρὸς [[μῆκος]] ἔχων, στρύρωμα Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3· [[ὕψος]], [[βάθος]], Πολύβ. 8. 7, 6., 10. 46, 3· τὸν ἀνδρομ. πυρὸν Σωσιθέου Δάφνις ἢ Λιτυέρσας 18 (ἴδε Clinton F. ΙΙ. 3. σ. 502).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνδρομήκης]], -ες (Α)<br />[[ισομεγέθης]] [[προς]] άνδρα, [[εκείνος]] που το [[μήκος]] του [[είναι]] ίσο [[προς]] το ανδρικό [[ανάστημα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρομήκης:''' -ες ([[ἀνήρ]], [[μῆκος]]), αυτός που αναφέρεται στο ύψος ενός άνδρα, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[μῆκος]]<br />of a man's [[height]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρομήκης Medium diacritics: ἀνδρομήκης Low diacritics: ανδρομήκης Capitals: ΑΝΔΡΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: andromḗkēs Transliteration B: andromēkēs Transliteration C: andromikis Beta Code: a)ndromh/khs

English (LSJ)

ἀνδρομήκες, of a man's height, σταύρωμα X.HG3.2.3; φοῖνιξ Thphr. HP 2.6.7; ὕψος, βάθος, Plb.8.5.6, 10.46.3; θυρεοί Onos.20.1; πυρός Sosith.2.18.

Spanish (DGE)

-ες
de la altura de un hombre κατειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι ὡς ἀνδρομήκει ὄντι X.HG 3.2.3, φοίνικες ... ἀνδρομήκεις ὄντες Thphr.HP 2.6.7, ἀνδρομήκους ὕψους κατεπύκνωσε τρήμασι τὸ τεῖχος abrió en el muro unas troneras a la altura de un hombre Plb.8.5.6, βάθος Plb.10.46.3, θυρεός Onas.20.1, πυρός Sosith.2.18.

German (Pape)

[Seite 218] ες, von Menschenlänge, σταύρωμα Xen. Hell. 3, 2, 3; ὕψος Pol. 8, 7.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de la taille d'un homme.
Étymologie: ἀνήρ, μῆκος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρομήκης: в человеческий рост (σταύρωμα Xen.; βάθος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρομήκης: -ες, (μῆκος) ἀνδρὸς μῆκος ἔχων, στρύρωμα Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3· ὕψος, βάθος, Πολύβ. 8. 7, 6., 10. 46, 3· τὸν ἀνδρομ. πυρὸν Σωσιθέου Δάφνις ἢ Λιτυέρσας 18 (ἴδε Clinton F. ΙΙ. 3. σ. 502).

Greek Monolingual

ἀνδρομήκης, -ες (Α)
ισομεγέθης προς άνδρα, εκείνος που το μήκος του είναι ίσο προς το ανδρικό ανάστημα.

Greek Monotonic

ἀνδρομήκης: -ες (ἀνήρ, μῆκος), αυτός που αναφέρεται στο ύψος ενός άνδρα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀνήρ, μῆκος
of a man's height, Xen.