καθηδύνω: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kathidyno | |Transliteration C=kathidyno | ||
|Beta Code=kaqhdu/nw | |Beta Code=kaqhdu/nw | ||
|Definition=[ῡ], < | |Definition=[ῡ],<br><span class="bld">A</span> [[sweeten]], αἱ μέλιτται κ. τὸ πόμα Max.Tyr.27.6; ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ath.4.140a.<br><span class="bld">2</span> [[gratify]], τινα Eun.''VS'' p.458B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῡ],
A sweeten, αἱ μέλιτται κ. τὸ πόμα Max.Tyr.27.6; ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ath.4.140a.
2 gratify, τινα Eun.VS p.458B.
German (Pape)
[Seite 1284] sehr süßen, würzen, ζωμὸς καθηδυσμένος Ath. IV, 140 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθηδύνω: γλυκαίνω, ζωμὸς καθηδυσμένος περιττῶς Ἀθήν. 140Α· - εὐαρεστῶ, τινὰ Εὐνάπ. σ. 13· τὴν ὄσφρησιν Εὐμάθ. σ. 130 ἔκδ. Teuch.
Greek Monolingual
(AM καθηδύνω)
1. κάνω γλυκό κάτι, γλυκαίνω
2. προκαλώ τέρψη σε κάποιον, ευφραίνω, χαροποιώ, ευχαριστώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡδύνω (< ἡδύς)].