μετριοφιλής: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metriofilis
|Transliteration C=metriofilis
|Beta Code=metriofilh/s
|Beta Code=metriofilh/s
|Definition=ές, [[loving equity]], PRyl.114.3 (iii A.D.). -[[φρονέω]], [[think modestly]], [[be moderate]], Sch.<span class="bibl">Il.8.175</span>, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[μετριάζει]].
|Definition=μετριοφιλές, [[loving equity]], PRyl.114.3 (iii A.D.). -[[φρονέω]], [[think modestly]], [[be moderate]], Sch.Il.8.175, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[μετριάζει]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετριοφιλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρκείται στο [[μέτρο]], που αγαπά τη [[μετριότητα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετριοφιλές</i><br />η [[αγάπη]] του μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), [[πρβλ]]. [[θεοφιλής]]].
|mltxt=[[μετριοφιλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρκείται στο [[μέτρο]], που αγαπά τη [[μετριότητα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετριοφιλές</i><br />η [[αγάπη]] του μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), [[πρβλ]]. [[θεοφιλής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριοφῐλής Medium diacritics: μετριοφιλής Low diacritics: μετριοφιλής Capitals: ΜΕΤΡΙΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: metriophilḗs Transliteration B: metriophilēs Transliteration C: metriofilis Beta Code: metriofilh/s

English (LSJ)

μετριοφιλές, loving equity, PRyl.114.3 (iii A.D.). -φρονέω, think modestly, be moderate, Sch.Il.8.175, Hsch. s.v. μετριάζει.

Greek Monolingual

μετριοφιλής, -ές (Α)
1. αυτός που αρκείται στο μέτρο, που αγαπά τη μετριότητα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοφιλές
η αγάπη του μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -φιλής (< φίλος), πρβλ. θεοφιλής].