μοιρικός: Difference between revisions
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=moirikos | |Transliteration C=moirikos | ||
|Beta Code=moiriko/s | |Beta Code=moiriko/s | ||
|Definition= | |Definition=μοιρική, μοιρικόν, (μοῖρα 1.5) [[by degrees]], Ptol.''Tetr.''125, Vett.Val.20.5, al. Adv. [[μοιρικῶς]] Id.28.22, Paul. Al.''H.''2; opp. [[ζῳδιακῶς]], ''PMich.'' in ''Class.Phil.''22.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
μοιρική, μοιρικόν, (μοῖρα 1.5) by degrees, Ptol.Tetr.125, Vett.Val.20.5, al. Adv. μοιρικῶς Id.28.22, Paul. Al.H.2; opp. ζῳδιακῶς, PMich. in Class.Phil.22.13.
German (Pape)
[Seite 198] theilweis, im adv., procl.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρικός: -ή, -όν, (μοῖρα Ι. 5) ὁ ἀνήκων εἰς μοίρας, Παραφρ. Πτολ. Τετραβ. 110Α. - Ἐπίρρ. μοιρικῶς, ἅπαντας δὲ ἐτέμομεν μοιρικῶς, κατὰ μοίρας, Συνεσ. Ἐπιστ. 311Β.
Greek Monolingual
μοιρικός, -ή, -όν (ΑΜ) μοίρα
μσν.
αυτός που έχει καθοριστεί από τη μοίρα
αρχ.
χωρισμένος κατά γεωγραφικές μοίρες.
επίρρ...
μοιρικῶς (Α)
κατά γεωγραφικές μοίρες.