στοιχειωτικός: Difference between revisions

From LSJ

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stoicheiotikos
|Transliteration C=stoicheiotikos
|Beta Code=stoixeiwtiko/s
|Beta Code=stoixeiwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">elementary</b>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>242</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">serial</b>, ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al.<b class="b2">l</b>.<span class="bibl">3</span>.</span>
|Definition=στοιχειωτική, στοιχειωτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[elementary]], Epicur.''Fr.''242.<br><span class="bld">2</span> [[serial]], ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al. [[l]].3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] zum [[στοιχειωτής]] od. zur [[στοιχείωσις]] gehörig, elementarisch, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] zum [[στοιχειωτής]] od. zur [[στοιχείωσις]] gehörig, elementarisch, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''στοιχειωτικός:''' [[первичный]], [[элементарный]], [[основной]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στοιχειωτικός''': -ή, -όν, [[στοιχειώδης]], Διογ. Λ. 10. 30· [[διδαχή]], [[φιλοσοφία]] Κλήμ. Ἀλ. 673, 771. ΙΙ. [[μαγικός]], Βυζ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ, σ. 46.
|lstext='''στοιχειωτικός''': -ή, -όν, [[στοιχειώδης]], Διογ. Λ. 10. 30· [[διδαχή]], [[φιλοσοφία]] Κλήμ. Ἀλ. 673, 771. ΙΙ. [[μαγικός]], Βυζ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ, σ. 46.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[στοιχειωτής]]<br />[[στοιχειώδης]] («στοιχειωτικὴ παίδων [[διδασκαλία]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[μαγικός]] («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη [[σειρά]] ή [[τάξη]] («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς [[λόγος]]», Παύλ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχειωτικός Medium diacritics: στοιχειωτικός Low diacritics: στοιχειωτικός Capitals: ΣΤΟΙΧΕΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stoicheiōtikós Transliteration B: stoicheiōtikos Transliteration C: stoicheiotikos Beta Code: stoixeiwtiko/s

English (LSJ)

στοιχειωτική, στοιχειωτικόν,
A elementary, Epicur.Fr.242.
2 serial, ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al. l.3.

German (Pape)

[Seite 946] zum στοιχειωτής od. zur στοιχείωσις gehörig, elementarisch, Sp.

Russian (Dvoretsky)

στοιχειωτικός: первичный, элементарный, основной Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχειωτικός: -ή, -όν, στοιχειώδης, Διογ. Λ. 10. 30· διδαχή, φιλοσοφία Κλήμ. Ἀλ. 673, 771. ΙΙ. μαγικός, Βυζ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ, σ. 46.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ στοιχειωτής
στοιχειώδης («στοιχειωτικὴ παίδων διδασκαλία», Κλήμ. Αλ.)
μσν.
μαγικός («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)
αρχ.
αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη σειρά ή τάξη («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς λόγος», Παύλ.).