ἀντίπνοος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antipnoos
|Transliteration C=antipnoos
|Beta Code=a)nti/pnoos
|Beta Code=a)nti/pnoos
|Definition=ον, contr. ἀντί-πνους, ουν, [[caused by adverse winds]], ἀντιπνόους . . ἀπλοίας <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>147</span> (lyr.); στάσις ἀ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>1087</span> (lyr.). Adv. -νόως Tz. ad Lyc.739.
|Definition=ἀντίπνοον, contr. [[ἀντίπνους]], ἀντίπνουν, [[caused by adverse winds]], ἀντιπνόους.. ἀπλοίας A.''Ag.''147 (lyr.); στάσις ἀ. Id.''Pr.''1087 (lyr.). Adv. [[ἀντιπνόως]] Tz. ad Lyc.739.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίπνοος Medium diacritics: ἀντίπνοος Low diacritics: αντίπνοος Capitals: ΑΝΤΙΠΝΟΟΣ
Transliteration A: antípnoos Transliteration B: antipnoos Transliteration C: antipnoos Beta Code: a)nti/pnoos

English (LSJ)

ἀντίπνοον, contr. ἀντίπνους, ἀντίπνουν, caused by adverse winds, ἀντιπνόους.. ἀπλοίας A.Ag.147 (lyr.); στάσις ἀ. Id.Pr.1087 (lyr.). Adv. ἀντιπνόως Tz. ad Lyc.739.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): contr. -πνους A.Pr.1087
1 causado por vientos adversos, ἄπλοια A.A.147, στάσις A.Pr.l.c., αὔρη Nonn.D.5.275, cf. 11.438.
2 adv. -νόως deforma causada por vientos adversos Tz.ad Lyc.739.

German (Pape)

[Seite 259] zsgz. -πνους, entgegenwehend, widrig, ἄπλοια Aesoh. Ag. 145; στάσις Prom. 1089; – adv. -πνόως, Sp.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
causé par un vent contraire.
Étymologie: ἀντί, πνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίπνοος: стяж. ἀντίπνους 2 дующий навстречу, встречный (ἄπλοια, v.l. αὔρα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ ὑπὸ ἐναντίων ἀνέμων προξενούμενος, ἀντιπνόους... ἀπλοίας (κατὰ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου, ἀντ. αὔρας, ἐναντίους ἀνέμους) Αἰσχύλ. Ἀγ. 149· στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα [τὰ πνεύματα τῶν ἀνέμων] ὁ αὐτ. Προμ. 1088. ― Ἐπιρρ. -νόως, τῶν ἀνέμων ἀντιπνόως ταραξάντων τὸ πέλαγος Τζέτζ. Λυκόφρ. 739.

Greek Monotonic

ἀντίπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που έχει προκληθεί από αντίθετους ανέμους, σε Αισχύλ.· ενάντιος, εχθρικός, στον ίδ.

Middle Liddell

[from ἀντιπνέω
caused by adverse winds, Aesch.: adverse, hostile, Aesch.