δυναμερός: Difference between revisions
From LSJ
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dynameros | |Transliteration C=dynameros | ||
|Beta Code=dunamero/s | |Beta Code=dunamero/s | ||
|Definition=ά, όν, | |Definition=ά, όν, [[potent]], of drugs: hence as [[substantive]], <b class="b3">φυσικὰ δυναμερά</b>, title of work by Ps.-Bolus, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Βῶλος]], cf. Archig. ap. Aët. 3.114. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δυναμερός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> [[δυνατός]], [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> (για [[υποστήριγμα]]) αυτός που έχει [[αντοχή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για [[φάρμακο]]) [[ισχυρός]], [[τονωτικός]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δυναμερός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> [[δυνατός]], [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> (για [[υποστήριγμα]]) αυτός που έχει [[αντοχή]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για [[φάρμακο]]) [[ισχυρός]], [[τονωτικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ά, όν, potent, of drugs: hence as substantive, φυσικὰ δυναμερά, title of work by Ps.-Bolus, Suid. s.v. Βῶλος, cf. Archig. ap. Aët. 3.114.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δυναμερός, -ά, -όν)
1. δυνατός, ισχυρός
2. (για υποστήριγμα) αυτός που έχει αντοχή
αρχ.-μσν.
(για φάρμακο) ισχυρός, τονωτικός.