ἑψανός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epsanos
|Transliteration C=epsanos
|Beta Code=e(yano/s
|Beta Code=e(yano/s
|Definition=ή, όν, [[boiled]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.117</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>923a17</span>, Dsc. 2.107; ῥαφανῖδες <span class="bibl">Polyaen.4.3.32</span>; <b class="b3">ἑψανά, τά,</b> = [[ἑψήματα]], <span class="bibl">Diocl.Fr. 120</span>: sg., <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1120.14</span> (i B. C.).
|Definition=ἑψανή, ἑψανόν, [[boiled]], Hp.''Mul.''2.117, Arist.''Pr.''923a17, Dsc. 2.107; ῥαφανῖδες Polyaen.4.3.32; [[ἑψανά]], τά, = [[ἑψήματα]], Diocl.Fr. 120: sg., ''BGU''1120.14 (i B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑψᾰνός Medium diacritics: ἑψανός Low diacritics: εψανός Capitals: ΕΨΑΝΟΣ
Transliteration A: hepsanós Transliteration B: hepsanos Transliteration C: epsanos Beta Code: e(yano/s

English (LSJ)

ἑψανή, ἑψανόν, boiled, Hp.Mul.2.117, Arist.Pr.923a17, Dsc. 2.107; ῥαφανῖδες Polyaen.4.3.32; ἑψανά, τά, = ἑψήματα, Diocl.Fr. 120: sg., BGU1120.14 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 1132] ή, όν, kochbar, leicht zu kochen, Hippocr.; Arist. Probl. 20, 4. 5; ἑψανὰ ἄγρια εἶναι θρίδακα Diocl. bei Ath. II, 68 e, Küchenkräuter; daher weich, Plat. com. bei Suid.

Russian (Dvoretsky)

ἑψᾰνός: подвергаемый варке (τὰ μὲν ἑψανά, τὰ δὲ ὀπτανά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑψᾰνός: -ή, -όν, βεβρασμένος, βραστός, Ἱππ. 641. 45, Ἀριστ. Προβλ. 20. 4, 5· ἑψανά, τά, = ἐψήματα, Διοκλ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 68Ε.

Greek Monolingual

ἑψανός, -ή, -ον (Α)
1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος
2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος
3. ζωμός, σούπα
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά
τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ- του ἕψω + κατάλ. -ανος, (πρβλ. ορφανός, στεγανός)].