πλειστηριάζω: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(33) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleistiriazo | |Transliteration C=pleistiriazo | ||
|Beta Code=pleisthria/zw | |Beta Code=pleisthria/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[raise the price]] of a thing, [[make dear]], Lys. ''Fr.''7, Pl.Com.18, Them.''Or.''21.261b:—hence [[substantive]] [[πλειστηριασμός]], ὁ, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0628.png Seite 628]] Plat. com. bei Harpocr. u. Phot., gew. πλειστηριάζομαι, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0628.png Seite 628]] Plat. com. bei Harpocr. u. Phot., gew. πλειστηριάζομαι, [[vermehren]], bes. den Preis einer Sache, dah. höher anschlagen, [[theurer verkaufen]], übertheuern, Lys. frg. 9. 16, Themist. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλειστηριάζω:''' [[продавать подороже]] Lys. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ, [[πληστηριάζω]] Α [[πλειστήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκθέτω]] [[κάτι]] σε [[πώληση]] με [[πλειοδοσία]], [[πουλώ]] σε πλειστηριασμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσφέρω]] τη μεγαλύτερη [[τιμή]] προκειμένου να αγοράσω [[κάτι]] σε πλειστηριασμό, [[πλειοδοτώ]] («οὐ [[τιμῆς]] τεταγμένης | |mltxt=ΝΑ, [[πληστηριάζω]] Α [[πλειστήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκθέτω]] [[κάτι]] σε [[πώληση]] με [[πλειοδοσία]], [[πουλώ]] σε πλειστηριασμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσφέρω]] τη μεγαλύτερη [[τιμή]] προκειμένου να αγοράσω [[κάτι]] σε πλειστηριασμό, [[πλειοδοτώ]] («οὐ [[τιμῆς]] τεταγμένης πωλοῦσιν, ἀλλ' ὡς ἄν δύνωνται πλειστηριάσαντες, πλείστου ἀπέδοντο», Λυσ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
raise the price of a thing, make dear, Lys. Fr.7, Pl.Com.18, Them.Or.21.261b:—hence substantive πλειστηριασμός, ὁ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 628] Plat. com. bei Harpocr. u. Phot., gew. πλειστηριάζομαι, vermehren, bes. den Preis einer Sache, dah. höher anschlagen, theurer verkaufen, übertheuern, Lys. frg. 9. 16, Themist. u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
πλειστηριάζω: продавать подороже Lys.
Greek (Liddell-Scott)
πλειστηριάζω: ὑπερβάλλω ἐν τῇ τιμῇ τῶν πιπρασκομένων, προσφέρω πλείονα τῶν ἄλλων ὅπως ἀγοράσω τι πωλούμενον ἐν πλειστηριασμῷ, Λυσ. Ἀποσπ. 4, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Γρυψὶν» 4· ― οὕτω καὶ ὡς ἀποθ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νεμέσ. ― Οὐσιαστικ. πλειστηριασμός, ὁ, «ὑπερθεματισμὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ΝΑ, πληστηριάζω Α πλειστήρης
νεοελλ.
εκθέτω κάτι σε πώληση με πλειοδοσία, πουλώ σε πλειστηριασμό
αρχ.
προσφέρω τη μεγαλύτερη τιμή προκειμένου να αγοράσω κάτι σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ («οὐ τιμῆς τεταγμένης πωλοῦσιν, ἀλλ' ὡς ἄν δύνωνται πλειστηριάσαντες, πλείστου ἀπέδοντο», Λυσ.).