πλειστηριασμός

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστηριασμός Medium diacritics: πλειστηριασμός Low diacritics: πλειστηριασμός Capitals: ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: pleistēriasmós Transliteration B: pleistēriasmos Transliteration C: pleistiriasmos Beta Code: pleisthriasmo/s

English (LSJ)

ὁ, greatest increase in price; v. πλειστηριάζω.

German (Pape)

[Seite 628] Übertheuerung, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ πλειστηριάζω
νεοελλ.
1. η πώληση πραγματικής και προσωπικής περιουσίας μέσω δημόσιου ανοιχτού διαγωνισμού και, ειδικότερα, μέσα από μια διαδικασία η οποία συνίσταται σε μια διαδοχή αυξανόμενων προσφορών από τους δυνητικούς αγοραστές μέχρις ότου η υψηλότερη δυνατή, δηλαδή τελική, προσφερόμενη τιμή γίνει αποδεκτή από τον διενεργούντα τον ανοιχτό αυτό διαγωνισμό, ο οποίος είναι συνήθως πράκτορας του πωλητή
2. φρ. «αναγκαστικός πλειστηριασμός»
(πολ. δικ.) η αναγκαστική εκποίηση τών κατασχεμένων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, κατά του οποίου ενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση, με την οποία συντελείται η ρευστοποίησή τους για την ικανοποίηση τών χρηματικών απαιτήσεων του δανειστή
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) η προσφορά μεγαλύτερης τιμής σε πλειοδοσία, υπερθεματισμός.