καταχαλκεύω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katachalkeyo
|Transliteration C=katachalkeyo
|Beta Code=kataxalkeu/w
|Beta Code=kataxalkeu/w
|Definition=[[work]] or [[mould in bronze]], ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; <b class="b3">ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο</b> that [the coin] [[might]] not [[be worked up]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span>17</span>.
|Definition=[[work]] or [[mould in bronze]], ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; <b class="b3">ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο</b> that [the coin] [[might]] not [[be worked up]], Id.''Lys.''17.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταχαλκεύω [κατάχαλκος] [[van een bronslaag voorzien]].
|elnltext=καταχαλκεύω [κατάχαλκος] [[van een bronslaag voorzien]].
}}
{{pape
|ptext=<i>Erz [[verarbeiten]], [[schmelzen]] oder [[schmieden]]</i>; Plut. <i>Lys</i>. 17; ἀνδριάντα Κασάνδρου καταχαλκευόμενον, <i>aus Erz [[gemacht]], S. N. V</i>. 16, wenn nicht mit Reiske καταχωνευόμενον zu [[lesen]]. Vgl. [[καταχαλκόω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταχαλκεύω]] (AM)<br />[[κατεργάζομαι]] χαλκό, [[χύνω]] [[κάτι]] σε χαλκό, [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με χαλκό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταχαλκεύομαι</i><br />κατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκεύω]] «[[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από χαλκό»].
|mltxt=[[καταχαλκεύω]] (AM)<br />[[κατεργάζομαι]] χαλκό, [[χύνω]] [[κάτι]] σε χαλκό, [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με χαλκό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταχαλκεύομαι</i><br />κατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκεύω]] «[[κατασκευάζω]] [[κάτι]] από χαλκό»].
}}
{{pape
|ptext=<i>Erz [[verarbeiten]], [[schmelzen]] oder [[schmieden]]</i>; Plut. <i>Lys</i>. 17; ἀνδριάντα Κασάνδρου καταχαλκευόμενον, <i>aus Erz [[gemacht]], S. N. V</i>. 16, wenn nicht mit Reiske καταχωνευόμενον zu [[lesen]]. Vgl. [[καταχαλκόω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαλκεύω Medium diacritics: καταχαλκεύω Low diacritics: καταχαλκεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΛΚΕΥΩ
Transliteration A: katachalkeúō Transliteration B: katachalkeuō Transliteration C: katachalkeyo Beta Code: kataxalkeu/w

English (LSJ)

work or mould in bronze, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο that [the coin] might not be worked up, Id.Lys.17.

French (Bailly abrégé)

travailler en cuivre ou en airain, garnir de cuivre ou d'airain.
Étymologie: κατά, χαλκεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταχαλκεύω [κατάχαλκος] van een bronslaag voorzien.

German (Pape)

Erz verarbeiten, schmelzen oder schmieden; Plut. Lys. 17; ἀνδριάντα Κασάνδρου καταχαλκευόμενον, aus Erz gemacht, S. N. V. 16, wenn nicht mit Reiske καταχωνευόμενον zu lesen. Vgl. καταχαλκόω.

Russian (Dvoretsky)

καταχαλκεύω: делать из меди (ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

καταχᾰλκεύω: ἐργάζομαι ἢ ἀποτυπώνω εἰς χαλκόν, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος (Reisk. -χωνευόμενος) Πλούτ. 2. 559D· ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο (Δινδ. μεταχαλκ-), ἵνα μὴ (τὸ σιδηροῦν νόμισμα) χρησιμοποιῆται ὡς μέταλλον, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 17·- μεταφορ., εἰ δέ τις ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ κατεχαλκεύθη, κατεσκευάσθη, Γρηγ. Νύσσ. 2. σ. 770.

Greek Monolingual

καταχαλκεύω (AM)
κατεργάζομαι χαλκό, χύνω κάτι σε χαλκό, κατασκευάζω κάτι με χαλκό
αρχ.
παθ. καταχαλκεύομαι
κατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χαλκεύω «κατασκευάζω κάτι από χαλκό»].