πριστός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pristos
|Transliteration C=pristos
|Beta Code=pristo/s
|Beta Code=pristo/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sawn]], ἐλέφας <span class="bibl">Od.18.196</span>, <span class="bibl">19.564</span>; π. λόγχης ῥινήματα <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>724</span>; [[λίθος]], of marble, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>8.5.2</span>; of a comb, π. ψήκτρης κνῆσμα <span class="title">AP</span>6.233 (Maec.).</span>
|Definition=πριστή, πριστόν, [[sawn]], ἐλέφας Od.18.196, 19.564; π. λόγχης ῥινήματα E.''Fr.''724; [[λίθος]], of marble, J.''AJ''8.5.2; of a comb, π. ψήκτρης κνῆσμα ''AP''6.233 (Maec.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0702.png Seite 702]] adj. verb. von [[πρίω]], gesägt, zerschnitten; [[ἐλέφας]], zerschnittenes od. glatt gefeiltes Elfenbein, Od. 18, 196. 19, 564; ῥινήματα, Eur. bei Plut. de audit. 9; [[κνῆσμα]], Qu. Maec. 6 (VI, 233).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0702.png Seite 702]] adj. verb. von [[πρίω]], gesägt, zerschnitten; [[ἐλέφας]], zerschnittenes od. glatt gefeiltes Elfenbein, Od. 18, 196. 19, 564; ῥινήματα, Eur. bei Plut. de audit. 9; [[κνῆσμα]], Qu. Maec. 6 (VI, 233).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πριστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πρίω]], κεκομμμένος διὰ πρίονος, πριονιστός, [[ἐλέφας]] Ὀδ. Σ. 196, Τ. 564· πρ. λόγχης, ῥινήματα Εὐρ. Τήλεφ. 26· ἐπὶ κτενός, πρ. ψήστρης [[κνίσμα]] Ἀνθ. Π. 6. 233. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ πριονίσῃ, ἐπὶ μαρμάρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 2.
|btext=ή, όν :<br />[[scié]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πρίω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πριστός -ή -όν [1. πρίω] [[gezaagd]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />scié.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πρίω]].
|elrutext='''πριστός:''' [adj. verb. к [[πρίω]] I]<br /><b class="num">1</b> [[пиленый]], [[обточенный]] ([[ἐλέφας]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[получившийся от пиления]] (ῥινήματα Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[зазубренный]] ([[κνῆσμα]] Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πριστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να πριονιστεί, να κοπεί, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πριστός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να πριονιστεί, να κοπεί, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πριστός:''' [adj. verb. к [[πρίω]] I]<br /><b class="num">1)</b> пиленый, обточенный ([[ἐλέφας]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> получившийся от пиления (ῥινήματα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> зазубренный ([[κνῆσμα]] Anth.).
|lstext='''πριστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πρίω]], κεκομμμένος διὰ πρίονος, πριονιστός, [[ἐλέφας]] Ὀδ. Σ. 196, Τ. 564· πρ. λόγχης, ῥινήματα Εὐρ. Τήλεφ. 26· ἐπὶ κτενός, πρ. ψήστρης [[κνίσμα]] Ἀνθ. Π. 6. 233. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ πριονίσῃ, ἐπὶ μαρμάρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 2.
}}
{{elnl
|elnltext=πριστός -ή -όν [1. πρίω] gezaagd.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πριστός]], ή, όν verb. adj.]<br />[[sawn]], Od.
|mdlsjtxt=[[πριστός]], ή, όν verb. adj.]<br />[[sawn]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πριστός Medium diacritics: πριστός Low diacritics: πριστός Capitals: ΠΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pristós Transliteration B: pristos Transliteration C: pristos Beta Code: pristo/s

English (LSJ)

πριστή, πριστόν, sawn, ἐλέφας Od.18.196, 19.564; π. λόγχης ῥινήματα E.Fr.724; λίθος, of marble, J.AJ8.5.2; of a comb, π. ψήκτρης κνῆσμα AP6.233 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 702] adj. verb. von πρίω, gesägt, zerschnitten; ἐλέφας, zerschnittenes od. glatt gefeiltes Elfenbein, Od. 18, 196. 19, 564; ῥινήματα, Eur. bei Plut. de audit. 9; κνῆσμα, Qu. Maec. 6 (VI, 233).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
scié.
Étymologie: adj. verb. de πρίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πριστός -ή -όν [1. πρίω] gezaagd.

Russian (Dvoretsky)

πριστός: [adj. verb. к πρίω I]
1 пиленый, обточенный (ἐλέφας Hom.);
2 получившийся от пиления (ῥινήματα Eur.);
3 зазубренный (κνῆσμα Anth.).

English (Autenrieth)

(πρίω): sawn, ivory, Od. 18.196 and Od. 19.564.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πριστός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος
2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός
αρχ.
1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει
2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» — στιλβωμένο ελεφάντινο οστό, φίλντισι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» (για το -σ- βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ.].

Greek Monotonic

πριστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να πριονιστεί, να κοπεί, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πριστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πρίω, κεκομμμένος διὰ πρίονος, πριονιστός, ἐλέφας Ὀδ. Σ. 196, Τ. 564· πρ. λόγχης, ῥινήματα Εὐρ. Τήλεφ. 26· ἐπὶ κτενός, πρ. ψήστρης κνίσμα Ἀνθ. Π. 6. 233. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ πριονίσῃ, ἐπὶ μαρμάρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 2.

Middle Liddell

πριστός, ή, όν verb. adj.]
sawn, Od.