πάλλα: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palla | |Transliteration C=palla | ||
|Beta Code=pa/lla | |Beta Code=pa/lla | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[ball]] (<b class="b3">σφαῖρα ἐκ ποικίλων ναμάτων</b> (fort. [[νημάτων]]) πεποιημένη [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), read by Dionysodorus for [[σφαῖρα]] in Od.6.115. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0452.png Seite 452]] ἡ, der Ball, wie einige für [[σφαῖρα]] schon Od. 6, 115 lesen wollten; [[σφαῖρα]] ἐκ ποικίλων νημάτων πεποιημένη erkl. Hesych., also wie bei uns die Bälle zum Ballspielen gemacht. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πάλλα''': ἡ, ἡ συνήθως καλουμένη [[σφαῖρα]], «τόπι», καὶ οὕτω τινὲς προτείνουσι νὰ ἀναγνωσθῇ ἐν Ὀδ. Ζ. 115. [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχιον: «[[σφαῖρα]] ἐκ ποικίλων νημάτων πεποιημένη». (Λατ. pila, [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ [[πάλλω]]). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πάλλα]], ἡ (Α)<br />[[σφαίρα]] κατασκευασμένη από διάφορα νήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. αμφίβολου σχηματισμού, πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. [[πάλλω]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, ball (σφαῖρα ἐκ ποικίλων ναμάτων (fort. νημάτων) πεποιημένη Hsch.), read by Dionysodorus for σφαῖρα in Od.6.115.
German (Pape)
[Seite 452] ἡ, der Ball, wie einige für σφαῖρα schon Od. 6, 115 lesen wollten; σφαῖρα ἐκ ποικίλων νημάτων πεποιημένη erkl. Hesych., also wie bei uns die Bälle zum Ballspielen gemacht.
Greek (Liddell-Scott)
πάλλα: ἡ, ἡ συνήθως καλουμένη σφαῖρα, «τόπι», καὶ οὕτω τινὲς προτείνουσι νὰ ἀναγνωσθῇ ἐν Ὀδ. Ζ. 115. Κατὰ τὸν Ἡσύχιον: «σφαῖρα ἐκ ποικίλων νημάτων πεποιημένη». (Λατ. pila, ἴσως συγγενὲς τῷ πάλλω).
Greek Monolingual
πάλλα, ἡ (Α)
σφαίρα κατασκευασμένη από διάφορα νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολου σχηματισμού, πιθ. υποχωρητ. παρ. του ρ. πάλλω].