ψιθύρα: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psithyra
|Transliteration C=psithyra
|Beta Code=yiqu/ra
|Beta Code=yiqu/ra
|Definition=[ῠ], ἡ, a Libyan (esp. Trog(l)odyte) musical instrument, identified by some with the <b class="b3">ἄσκαρος</b>, <span class="bibl">Poll.4.60</span>; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ψιθυρᾶν μάλ' αἰολᾶν S.<span class="title">Inach.</span> in <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>692 iii 1</span> (lyr.).</span>
|Definition=[ῠ], ἡ, a Libyan (esp. Trog(l)odyte) musical instrument, identified by some with the [[ἄσκαρος]], Poll.4.60; ψιθυρᾶν μάλ' αἰολᾶν S.''Inach.'' in ''PTeb.''692 iii 1 (lyr.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1399.png Seite 1399]] ἡ, ein libysches viereckiges Instrument, Poll. 4, 60, einerlei mit [[ἄσκαρος]].
}}
{{ls
|lstext='''ψιθύρα''': ἡ, Θρᾳκικόν τι μουσικὸν [[ὄργανον]], [[μάγαδις]], Κάνθαρος ἐν Ἀδήλοις 3· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 60.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με [[τετράγωνο]] [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[ψιθυρίζω]], με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό της λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα συνώνυμα [[λύρα]], [[κινύρα]], [[κιθάρα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῐθύρα Medium diacritics: ψιθύρα Low diacritics: ψιθύρα Capitals: ΨΙΘΥΡΑ
Transliteration A: psithýra Transliteration B: psithyra Transliteration C: psithyra Beta Code: yiqu/ra

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, a Libyan (esp. Trog(l)odyte) musical instrument, identified by some with the ἄσκαρος, Poll.4.60; ψιθυρᾶν μάλ' αἰολᾶν S.Inach. in PTeb.692 iii 1 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1399] ἡ, ein libysches viereckiges Instrument, Poll. 4, 60, einerlei mit ἄσκαρος.

Greek (Liddell-Scott)

ψιθύρα: ἡ, Θρᾳκικόν τι μουσικὸν ὄργανον, μάγαδις, Κάνθαρος ἐν Ἀδήλοις 3· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 60.

Greek Monolingual

ἡ, Α
λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με τετράγωνο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του ρ. ψιθυρίζω, με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό της λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα συνώνυμα λύρα, κινύρα, κιθάρα.