μοσχοσφραγιστής: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=moschosfragistis | |Transliteration C=moschosfragistis | ||
|Beta Code=mosxosfragisth/s | |Beta Code=mosxosfragisth/s | ||
|Definition= | |Definition=μοσχοσφραγιστοῦ, ὁ, [[one who picks out and seals calves for sacrifice]], Chaerem. ap. Porph.''Abst.''4.7, ''PGnom.''201 (ii A. D.), ''BGU''250.9 (ii A. D.), etc. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0210.png Seite 210]] ὁ, der die Kälber zum Opfer aussucht und die ausgewählten mit einem Siegel bezeichnet, Porphyr. de abst. 4, 7. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μοσχοσφρᾱγιστής''': -οῦ, ὁ, ἐκλέγων καὶ σφραγίζων μόσχους πρὸς θυσίαν, Χαιρήμ. παρὰ Πορφυρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 7, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 38. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοσχοσφραγιστής]], ὁ (Α)<br />αυτός που επέλεγε και σφράγιζε τα μοσχάρια τα οποία προορίζονταν για [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[σφραγιστής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σφραγίζω]]), [[πρβλ]]. [[ιερομοσχοσφραγιστής]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
μοσχοσφραγιστοῦ, ὁ, one who picks out and seals calves for sacrifice, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.7, PGnom.201 (ii A. D.), BGU250.9 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 210] ὁ, der die Kälber zum Opfer aussucht und die ausgewählten mit einem Siegel bezeichnet, Porphyr. de abst. 4, 7.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχοσφρᾱγιστής: -οῦ, ὁ, ἐκλέγων καὶ σφραγίζων μόσχους πρὸς θυσίαν, Χαιρήμ. παρὰ Πορφυρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 7, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 38.
Greek Monolingual
μοσχοσφραγιστής, ὁ (Α)
αυτός που επέλεγε και σφράγιζε τα μοσχάρια τα οποία προορίζονταν για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + σφραγιστής (< σφραγίζω), πρβλ. ιερομοσχοσφραγιστής)].