ἡλιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iliastikos
|Transliteration C=iliastikos
|Beta Code=h(liastiko/s
|Beta Code=h(liastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]], [[for]], or [[like a Heliast]], γέρων <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>195</span>; ὀβολός <span class="bibl">Id.<span class="title">Nu.</span>863</span>; [[ὅρκος]] Lex ap.<span class="bibl">D.24.21</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Eux.</span>40</span>.</span>
|Definition=ἡλιαστική, ἡλιαστικόν, [[of a Heliast]], [[for a Heliast]], or [[like a Heliast]], γέρων Ar.''V.''195; ὀβολός Id.''Nu.''863; [[ὅρκος]] Lex ap.D.24.21, Hyp.''Eux.''40.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1160.png Seite 1160]] den Heliasten, den Richter in der Heliaia betreffend; [[ὀβολός]], der Richtersold, Ar. Nubb. 853; [[γέρων]] ἡλ., ein alter Richter, Vesp. 194; [[ὅρκος]], Dem. 24, 21, der Richtereid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1160.png Seite 1160]] den Heliasten, den Richter in der Heliaia betreffend; [[ὀβολός]], der Richtersold, Ar. Nubb. 853; [[γέρων]] ἡλ., ein alter Richter, Vesp. 194; [[ὅρκος]], Dem. 24, 21, der Richtereid.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne les héliastes]], [[d'héliaste]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡλιαστής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡλιαστικός:''' [[судейский]] ([[ὅρκος]] Dem.): ὀβολὸς ἡ. Arph. судейское жалование; [[γέρων]] ἡ. Arph. старый судья.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡλιαστικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς Ἡλιαστὴν ἢ ὁμοιάζων πρὸς Ἠλ., [[γέρων]] Ἀριστοφ. Σφ. 195∙ [[ὀβολός]] ὁ αὐτ. Νεφ. 863∙ [[ὅρκος]] Δημ. 706. 26, Ὑπερίδ. Εὐξεν. 49.
|lstext='''ἡλιαστικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς Ἡλιαστὴν ἢ ὁμοιάζων πρὸς Ἠλ., [[γέρων]] Ἀριστοφ. Σφ. 195∙ [[ὀβολός]] ὁ αὐτ. Νεφ. 863∙ [[ὅρκος]] Δημ. 706. 26, Ὑπερίδ. Εὐξεν. 49.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les héliastes, d’héliaste.<br />'''Étymologie:''' [[ἡλιαστής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡλιαστικὸς, -ή, -όν (Α) [[ηλιαστής]]<br />αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῡ γέροντος» — δικαστή, μέλους της ηλιαίας, <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=ἡλιαστικὸς, -ή, -όν (Α) [[ηλιαστής]]<br />αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῦ γέροντος» — δικαστή, μέλους της ηλιαίας, <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡλιαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε Ηλιαστή ή μοιάζει σε Ηλιαστή, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἡλιαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε Ηλιαστή ή μοιάζει σε Ηλιαστή, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡλιαστικός:''' судейский ([[ὅρκος]] Dem.): ὀβολὸς ἡ. Arph. судейское жалование; [[γέρων]] ἡ. Arph. старый судья.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡλιαστικός]], ή, όν [from [[ἡλιαστής]]<br />of, for, or like a Heliast, Ar.
|mdlsjtxt=[[ἡλιαστικός]], ή, όν [from [[ἡλιαστής]]<br />of, for, or like a Heliast, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιαστικός Medium diacritics: ἡλιαστικός Low diacritics: ηλιαστικός Capitals: ΗΛΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēliastikós Transliteration B: hēliastikos Transliteration C: iliastikos Beta Code: h(liastiko/s

English (LSJ)

ἡλιαστική, ἡλιαστικόν, of a Heliast, for a Heliast, or like a Heliast, γέρων Ar.V.195; ὀβολός Id.Nu.863; ὅρκος Lex ap.D.24.21, Hyp.Eux.40.

German (Pape)

[Seite 1160] den Heliasten, den Richter in der Heliaia betreffend; ὀβολός, der Richtersold, Ar. Nubb. 853; γέρων ἡλ., ein alter Richter, Vesp. 194; ὅρκος, Dem. 24, 21, der Richtereid.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les héliastes, d'héliaste.
Étymologie: ἡλιαστής.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιαστικός: судейский (ὅρκος Dem.): ὀβολὸς ἡ. Arph. судейское жалование; γέρων ἡ. Arph. старый судья.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιαστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς Ἡλιαστὴν ἢ ὁμοιάζων πρὸς Ἠλ., γέρων Ἀριστοφ. Σφ. 195∙ ὀβολός ὁ αὐτ. Νεφ. 863∙ ὅρκος Δημ. 706. 26, Ὑπερίδ. Εὐξεν. 49.

Greek Monolingual

ἡλιαστικὸς, -ή, -όν (Α) ηλιαστής
αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῦ γέροντος» — δικαστή, μέλους της ηλιαίας, Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἡλιαστικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε Ηλιαστή ή μοιάζει σε Ηλιαστή, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἡλιαστικός, ή, όν [from ἡλιαστής
of, for, or like a Heliast, Ar.