ἐπανθρακίζω: Difference between revisions
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epanthrakizo | |Transliteration C=epanthrakizo | ||
|Beta Code=e)panqraki/zw | |Beta Code=e)panqraki/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[broil on the coals]], Cratin.143 (cod. A Ath.).<br><span class="bld">II</span> [[blacken with charcoal]], ὦπας ''AP''11.66 (Antiphil.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπανθρακίζω''': ὀπτῶ ἐπ᾿ ἀνθρακιᾶς, «ψήνω [[ἐπάνω]] εἰς τὰ κάρβουνα», φρύξας ἑψήσας κἀπανθρακίσας ὀπτήσας Κρατῖνος παρ᾿ Ἀθηναίῳ 385C. ἔκδ. Meineke, ἀλλ᾿ ὁ αὐτὸς ἐκδότης ἐν Ἀποσπ. Ἑλλ. Κωμ. ἐξέδωκε: κἀπ᾿ ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5. | |lstext='''ἐπανθρακίζω''': ὀπτῶ ἐπ᾿ ἀνθρακιᾶς, «ψήνω [[ἐπάνω]] εἰς τὰ κάρβουνα», φρύξας ἑψήσας κἀπανθρακίσας ὀπτήσας Κρατῖνος παρ᾿ Ἀθηναίῳ 385C. ἔκδ. Meineke, ἀλλ᾿ ὁ αὐτὸς ἐκδότης ἐν Ἀποσπ. Ἑλλ. Κωμ. ἐξέδωκε: κἀπ᾿ ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπανθρακίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ψήνω]] [[πάνω]] στα κάρβουνα<br /><b>2.</b> [[μαυρίζω]] με [[κάρβουνο]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
A broil on the coals, Cratin.143 (cod. A Ath.).
II blacken with charcoal, ὦπας AP11.66 (Antiphil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανθρακίζω: ὀπτῶ ἐπ᾿ ἀνθρακιᾶς, «ψήνω ἐπάνω εἰς τὰ κάρβουνα», φρύξας ἑψήσας κἀπανθρακίσας ὀπτήσας Κρατῖνος παρ᾿ Ἀθηναίῳ 385C. ἔκδ. Meineke, ἀλλ᾿ ὁ αὐτὸς ἐκδότης ἐν Ἀποσπ. Ἑλλ. Κωμ. ἐξέδωκε: κἀπ᾿ ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5.
Greek Monolingual
ἐπανθρακίζω (Α)
1. ψήνω πάνω στα κάρβουνα
2. μαυρίζω με κάρβουνο.