Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρρώξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arroks
|Transliteration C=arroks
|Beta Code=a)rrw/c
|Beta Code=a)rrw/c
|Definition=ῶγος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">without cleft</b> or <b class="b2">breach, unbroken</b>, γῆ <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>251</span>: also c. Subst. neut., <b class="b3">ὅπλοις ἀρρῶξιν</b>, like [[ἀρρήκτοις]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>156</span>.</span>
|Definition=ῶγος, ὁ, ἡ, [[without cleft]] or [[breach]], [[unbroken]], γῆ S.''Ant.''251: also c. Subst. neut., <b class="b3">ὅπλοις ἀρρῶξιν</b>, like [[ἀρρήκτοις]], Id.''Fr.''156.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῶγος<br /><b class="num">1</b> [[no roturado]], [[no arado]] γῆ S.<i>Ant</i>.251, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[que no se puede romper]] ὅπλα S.<i>Fr</i>.156.
}}
{{bailly
|btext=ῶγος (ὁ, ἡ, τό)<br />[[non fendu]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ῥήγνυμι]].
}}
{{pape
|ptext=ῶγος, <i>ohne [[Spalten]]</i>, γῆ Soph. <i>Ant</i>. 251; ὅπλα Id. frg. 168.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρρώξ:''' ῶγος adj. нерасколотый, не имеющий трещин (γῆ Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρρώξ''': -ῶγος, ὁ, ἡ, ἄρρηκτος, [[ἀρραγής]], [[ἄνευ]] ῥωγμῶν, στύφλος δὲ γῆ καὶ [[χέρσος]], ἀρρὼξ οὐδ’ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν Σοφ. Ἀντ. 251· [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., ὅπλοις ἀρρῶξιν, ὡς τὸ ἀρρήκτοις, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 468· πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 287.
|lstext='''ἀρρώξ''': -ῶγος, ὁ, ἡ, ἄρρηκτος, [[ἀρραγής]], [[ἄνευ]] ῥωγμῶν, στύφλος δὲ γῆ καὶ [[χέρσος]], ἀρρὼξ οὐδ’ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν Σοφ. Ἀντ. 251· [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., ὅπλοις ἀρρῶξιν, ὡς τὸ ἀρρήκτοις, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 468· πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 287.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀρρώξ]], ο, η (Α)<br />αυτός που δεν έχει ρωγμές, ο [[άρρηκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ρώξ</i> (-<i>ρωγός</i>) (<span style="color: red;"><</span> [[ρήγνυμι]]) «[[ρήγμα]], [[σχίσμα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[ῥήγνυμι]], [[ἔρρωγα]]), αυτός που δεν έχει ρωγμές ή ρήγματα, [[άθικτος]], [[αρραγής]], γερός, <i>γῆ</i>, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥήγνυμι]], [[ἔρρωγα]]<br />without [[cleft]] or [[breach]], [[unbroken]], γῆ Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρώξ Medium diacritics: ἀρρώξ Low diacritics: αρρώξ Capitals: ΑΡΡΩΞ
Transliteration A: arrṓx Transliteration B: arrōx Transliteration C: arroks Beta Code: a)rrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, without cleft or breach, unbroken, γῆ S.Ant.251: also c. Subst. neut., ὅπλοις ἀρρῶξιν, like ἀρρήκτοις, Id.Fr.156.

Spanish (DGE)

-ῶγος
1 no roturado, no arado γῆ S.Ant.251, cf. Hsch.
2 que no se puede romper ὅπλα S.Fr.156.

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ, ἡ, τό)
non fendu.
Étymologie: , ῥήγνυμι.

German (Pape)

ῶγος, ohne Spalten, γῆ Soph. Ant. 251; ὅπλα Id. frg. 168.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρώξ: ῶγος adj. нерасколотый, не имеющий трещин (γῆ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, ἄρρηκτος, ἀρραγής, ἄνευ ῥωγμῶν, στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος, ἀρρὼξ οὐδ’ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν Σοφ. Ἀντ. 251· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., ὅπλοις ἀρρῶξιν, ὡς τὸ ἀρρήκτοις, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 468· πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 287.

Greek Monolingual

ἀρρώξ, ο, η (Α)
αυτός που δεν έχει ρωγμές, ο άρρηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρώξ (-ρωγός) (< ρήγνυμι) «ρήγμα, σχίσμα»].

Greek Monotonic

ἀρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ (ῥήγνυμι, ἔρρωγα), αυτός που δεν έχει ρωγμές ή ρήγματα, άθικτος, αρραγής, γερός, γῆ, σε Σοφ.

Middle Liddell

ῥήγνυμι, ἔρρωγα
without cleft or breach, unbroken, γῆ Soph.