δωροδόκημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dorodokima
|Transliteration C=dorodokima
|Beta Code=dwrodo/khma
|Beta Code=dwrodo/khma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[acceptance of a bribe]], [[corruption]], <span class="bibl">D.18.20</span>,31. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[bribe]], καταλαβεῖν <span class="bibl">Pl.Com.119</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[acceptance of a bribe]], [[corruption]], D.18.20,31.<br><span class="bld">2</span> [[bribe]], καταλαβεῖν Pl.Com.119.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δωροδόκημα -ατος, τό [δωροδοκέω] [[acceptatie van smeergeld]].
|elnltext=δωροδόκημα -ατος, τό [δωροδοκέω] [[acceptatie van smeergeld]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροδόκημα Medium diacritics: δωροδόκημα Low diacritics: δωροδόκημα Capitals: ΔΩΡΟΔΟΚΗΜΑ
Transliteration A: dōrodókēma Transliteration B: dōrodokēma Transliteration C: dorodokima Beta Code: dwrodo/khma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A acceptance of a bribe, corruption, D.18.20,31.
2 bribe, καταλαβεῖν Pl.Com.119.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 abstr. aceptación de un regalo como soborno, venalidad ἀδικήματα καὶ δωροδοκήματα D.18.20, cf. 31, τὸ Δημοσθένους δ. Aeschin.3.69, τὰ δημόσια δωροδοκήματα las corrupciones políticas Aeschin.3.209.
2 concr. soborno ἔλαβον ... παρὰ τοῦ βασιλέως ... δωροδοκήματα Pl.Com.127, τόκον ... τοῦ δωροδοκήματος Aeschin.3.104, ὁ δὲ ... τὸ δ. εἶχεν ἐν χειρί Paus.7.12.1.

German (Pape)

[Seite 695] τό, angenommenes Geld, Bestechung, Dem. 18, 31; Plut. com. Ath. VI, 229 f.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vénalité.
Étymologie: δωροδοκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωροδόκημα -ατος, τό [δωροδοκέω] acceptatie van smeergeld.

Russian (Dvoretsky)

δωροδόκημα: ατος τό тж. pl. взятка, мздоимство Aeschin., Dem.

Greek Monolingual

το (AM δωροδόκημα)
1. το αποτέλεσμα της δωροδοκίας, η διαφθορά
2. το δώρο που δίνεται για δωροδοκία
νεοελλ.
το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί κάποιος.

Greek Monotonic

δωροδόκημα: -ατος, τό, δώρο δωροδοκίας, εξαγορά, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

δωροδόκημα: τό, τὸ λαμβανόμενον δῶρον ἐπὶ διαφθορᾷ, Δημ. 232. 2., 236. 3. 2) δῶρον, καταλαβεῖν Πλάτ. Κωμ. Πρεσβ. 1.

Middle Liddell

δωροδόκημα, ατος, τό, [from δωροδοκέω
acceptance of a bribe, corruption, Dem.

English (Woodhouse)

bribery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)