πολυπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyplithis
|Transliteration C=polyplithis
|Beta Code=poluplhqh/s
|Beta Code=poluplhqh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very numerous</b>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span> 519</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">plethoric</b>, ἢν π. ὁ νοσέων ἦ <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.1</span>.</span>
|Definition=πολυπληθές,<br><span class="bld">A</span> [[very numerous]], Sch.Ar.''Pax'' 519.<br><span class="bld">2</span> [[plethoric]], ἢν π. ὁ νοσέων ἦ Aret.''CA''1.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυπληθής''': -ές, πολὺς κατὰ τὸ [[πλῆθος]], [[πολυάριθμος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 519. 2) [[λίαν]] πεπληρωμένος, ἢ μεμιασμένος, ἢν πολυπληθὴς ὁ νοσέων ἔῃ Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1.
|lstext='''πολυπληθής''': -ές, πολὺς κατὰ τὸ [[πλῆθος]], [[πολυάριθμος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 519. 2) [[λίαν]] πεπληρωμένος, ἢ μεμιασμένος, ἢν πολυπληθὴς ὁ νοσέων ἔῃ Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει μεγάλο [[πλήθος]], ο [[πολυάριθμος]] («[[πολυπληθής]] [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνθρωπο) [[πληθωρικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), [[πρβλ]]. [[μυριοπληθής]], [[παμπληθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπληθής Medium diacritics: πολυπληθής Low diacritics: πολυπληθής Capitals: ΠΟΛΥΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: polyplēthḗs Transliteration B: polyplēthēs Transliteration C: polyplithis Beta Code: poluplhqh/s

English (LSJ)

πολυπληθές,
A very numerous, Sch.Ar.Pax 519.
2 plethoric, ἢν π. ὁ νοσέων ἦ Aret.CA1.1.

German (Pape)

[Seite 669] ές, viel an Menge od. Zahl, Schol. Ar. Pax 520 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπληθής: -ές, πολὺς κατὰ τὸ πλῆθος, πολυάριθμος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 519. 2) λίαν πεπληρωμένος, ἢ μεμιασμένος, ἢν πολυπληθὴς ὁ νοσέων ἔῃ Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει μεγάλο πλήθος, ο πολυάριθμοςπολυπληθής συγκέντρωση»)
αρχ.
(για άνθρωπο) πληθωρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. μυριοπληθής, παμπληθής].