λεοντική: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leontiki | |Transliteration C=leontiki | ||
|Beta Code=leontikh/ | |Beta Code=leontikh/ | ||
|Definition=ἡ, a plant, < | |Definition=ἡ, a plant,<br><span class="bld">A</span> = [[κακκαλία]], Dsc. 4.122 ([[varia lectio|v.l.]] [[λεαντική]]).<br><span class="bld">II</span> a dye, ''PLeid.X.''98. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] ἡ, eine Pflanze, sonst [[κακαλία]] genannt, Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] ἡ, eine Pflanze, sonst [[κακαλία]] genannt, Diosc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>plante</i> = [[κακαλία]].<br />'''Étymologie:''' [[λεοντικός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεοντική''': ἡ, συνώνυμον τῷ (φυτῷ) [[κακαλία]], Διοσκ. 4. 123. | |lstext='''λεοντική''': ἡ, συνώνυμον τῷ (φυτῷ) [[κακαλία]], Διοσκ. 4. 123. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[λεοντική]]) [[λεοντικός]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] βερβερίδες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βαφής. | |mltxt=η (Α [[λεοντική]]) [[λεοντικός]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] βερβερίδες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βαφής. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, a plant,
A = κακκαλία, Dsc. 4.122 (v.l. λεαντική).
II a dye, PLeid.X.98.
German (Pape)
[Seite 28] ἡ, eine Pflanze, sonst κακαλία genannt, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
plante = κακαλία.
Étymologie: λεοντικός.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντική: ἡ, συνώνυμον τῷ (φυτῷ) κακαλία, Διοσκ. 4. 123.
Greek Monolingual
η (Α λεοντική) λεοντικός
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια βερβερίδες
αρχ.
είδος βαφής.