ἀνατοιχέω: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
(big3_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anatoicheo | |Transliteration C=anatoicheo | ||
|Beta Code=a)natoixe/w | |Beta Code=a)natoixe/w | ||
|Definition=(τοῖχος) | |Definition=([[τοῖχος]]) [[roll from side to side]], especially of sailors in a storm: metaph., Arr.''Epict.''3.12.7; [[διατοιχέω]] is preferred by Phryn.139, Poll.1.114. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=fig. [[dar tumbos]], [[balancearse]] como un barco en medio de una tormenta, Arr.<i>Epict</i>.3.12.7<br /><b class="num">•</b>se prefiere [[διατοιχέω]] en Phryn.132, Poll.1.114, <i>AB</i> 89.20. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνατοιχέω''': ([[τοῖχος]]) [[μεταπίπτω]] ἢ μετακυλίομαι ἀπὸ τοῦ ἑνὸς τοίχου (τῆς πλευρᾶς) τοῦ πλοίου εἰς τὸν ἕτερον, ἰδίως ἐπὶ ἐπιβατῶν ἐν καιρῶ τρικυμίας: μεταφ., «ἑτεροκλινῶς ἔχω πρὸς ἡδονήν· ἀνατοιχήσω ἐπὶ τὸ [[ἐναντίον]] [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτρον]], τῆς ἀσκήσεως [[ἕνεκα]]» Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 7, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ, σ. 379· καὶ πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 534· οἱ Γραμμ. προτιμῶσι τὴν γραφὴν [[διατοιχέω]], Λοβ. Φρύνιχ. 161. | |lstext='''ἀνατοιχέω''': ([[τοῖχος]]) [[μεταπίπτω]] ἢ μετακυλίομαι ἀπὸ τοῦ ἑνὸς τοίχου (τῆς πλευρᾶς) τοῦ πλοίου εἰς τὸν ἕτερον, ἰδίως ἐπὶ ἐπιβατῶν ἐν καιρῶ τρικυμίας: μεταφ., «ἑτεροκλινῶς ἔχω πρὸς ἡδονήν· ἀνατοιχήσω ἐπὶ τὸ [[ἐναντίον]] [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτρον]], τῆς ἀσκήσεως [[ἕνεκα]]» Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 7, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ, σ. 379· καὶ πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 534· οἱ Γραμμ. προτιμῶσι τὴν γραφὴν [[διατοιχέω]], Λοβ. Φρύνιχ. 161. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
(τοῖχος) roll from side to side, especially of sailors in a storm: metaph., Arr.Epict.3.12.7; διατοιχέω is preferred by Phryn.139, Poll.1.114.
Spanish (DGE)
fig. dar tumbos, balancearse como un barco en medio de una tormenta, Arr.Epict.3.12.7
•se prefiere διατοιχέω en Phryn.132, Poll.1.114, AB 89.20.
German (Pape)
[Seite 211] (τοῖχος), von einer Seite (des Schiffes) auf die andere schwanken; die Gramm. ziehen διατοιχέω vor, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατοιχέω: (τοῖχος) μεταπίπτω ἢ μετακυλίομαι ἀπὸ τοῦ ἑνὸς τοίχου (τῆς πλευρᾶς) τοῦ πλοίου εἰς τὸν ἕτερον, ἰδίως ἐπὶ ἐπιβατῶν ἐν καιρῶ τρικυμίας: μεταφ., «ἑτεροκλινῶς ἔχω πρὸς ἡδονήν· ἀνατοιχήσω ἐπὶ τὸ ἐναντίον ὑπὲρ τὸ μέτρον, τῆς ἀσκήσεως ἕνεκα» Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 7, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ, σ. 379· καὶ πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 534· οἱ Γραμμ. προτιμῶσι τὴν γραφὴν διατοιχέω, Λοβ. Φρύνιχ. 161.