ἐπίμεστος: Difference between revisions
From LSJ
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epimestos | |Transliteration C=epimestos | ||
|Beta Code=e)pi/mestos | |Beta Code=e)pi/mestos | ||
|Definition= | |Definition=ἐπίμεστον, [[filled up]], [[in full measure]], δωσεῖ πάντ' ἐπίμεστα Call. ''Cer.''134, Poll.4.170: neuter plural as adverb, Pherecr.190, Phryn.''PS'' p.70B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίμεστος''': -ον, [[ὑπερπλήρης]], δώσει πάντ’ ἐπίμεστα, ὑπέρπλεα, Καλλ. εἰς Δήμ. 134· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Φερεκρ. παρ’ Ἡσυχ. (ἐν Ἀδήλ. 34)· «ἐπίμεστα πλουτῶν: [[οἷον]] ὑπερβάλλοντι τῷ μέτρῳ ἀντὶ τοῦ [[πάνυ]] πλουτῶν» Φρύν. ἐν Α. Β. 40. 4. | |lstext='''ἐπίμεστος''': -ον, [[ὑπερπλήρης]], δώσει πάντ’ ἐπίμεστα, ὑπέρπλεα, Καλλ. εἰς Δήμ. 134· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Φερεκρ. παρ’ Ἡσυχ. (ἐν Ἀδήλ. 34)· «ἐπίμεστα πλουτῶν: [[οἷον]] ὑπερβάλλοντι τῷ μέτρῳ ἀντὶ τοῦ [[πάνυ]] πλουτῶν» Φρύν. ἐν Α. Β. 40. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίμεστος]], -ον (Α)<br />πολύ [[γεμάτος]], [[υπερπλήρης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπίμεστον, filled up, in full measure, δωσεῖ πάντ' ἐπίμεστα Call. Cer.134, Poll.4.170: neuter plural as adverb, Pherecr.190, Phryn.PS p.70B.
German (Pape)
[Seite 962] angefüllt, voll, πλουτῶν, wird B. A. 40 πάνυ πλουτῶν erkl.; übh. reichlich, Callim. Cer. 134.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμεστος: -ον, ὑπερπλήρης, δώσει πάντ’ ἐπίμεστα, ὑπέρπλεα, Καλλ. εἰς Δήμ. 134· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Φερεκρ. παρ’ Ἡσυχ. (ἐν Ἀδήλ. 34)· «ἐπίμεστα πλουτῶν: οἷον ὑπερβάλλοντι τῷ μέτρῳ ἀντὶ τοῦ πάνυ πλουτῶν» Φρύν. ἐν Α. Β. 40. 4.
Greek Monolingual
ἐπίμεστος, -ον (Α)
πολύ γεμάτος, υπερπλήρης.