ὀξυηκοΐα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksyikoia
|Transliteration C=oksyikoia
|Beta Code=o)cuhkoi/+a
|Beta Code=o)cuhkoi/+a
|Definition=Dor. ὀξυ-ᾱκοΐα, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a sharp, quick ear</b>, Hippod. ap. Stob.4.39.26, Metop.ib.3.1.115, Plu.2.34c, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span>327.14</span>, interpol. in <span class="bibl">Poll.2.82</span>.</span>
|Definition=Dor. [[ὀξυακοΐα]], ἡ, a [[sharp]], [[quick ear]], Hippod. ap. Stob.4.39.26, Metop.ib.3.1.115, Plu.2.34c, Alex.Aphr.''in Top.''327.14, interpol. in Poll.2.82.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0352.png Seite 352]] ἡ, scharfes, seines Gehör, Sp. – Vgl. auch [[ὀξυκοΐα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξυηκοΐα:''' ἡ [[тонкий слух]] Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ὀξυηκοΐα''': Δωρ. -ᾱκοΐα, ἡ, [[ὀξύτης]] εἰς τὸ ἀκούειν, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 555. 6, Πολυδ. Βʹ, 82· - ἐκ τοῦ ὀξῠήκοος, ον, ὁ ὀξεῖαν ἔχων ἀκοήν, ὀξεῖαν ἀντίληψιν, [[αἴσθησις]] Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 17. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] [[ἐσφαλμένως]], ὀξύκοος, [[ὀξυκοΐα]]· ὑπερθ. ὀξυκοώτατος πιθ. γραφ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 65 ἀντὶ ὀξυηκούστατος, πρβλ. -οώτερος Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκόν. 20. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀξυηκοΐα]] και δωρ. τ. ὀξυακοΐα και εσφ. γραφ. [[ὀξυκοΐα]]) [[οξυήκοος]]<br />η [[ιδιότητα]] του οξυήκοου, [[οξύτητα]] της ακοής.
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυηκοΐα Medium diacritics: ὀξυηκοΐα Low diacritics: οξυηκοΐα Capitals: ΟΞΥΗΚΟΪΑ
Transliteration A: oxyēkoḯa Transliteration B: oxyēkoia Transliteration C: oksyikoia Beta Code: o)cuhkoi/+a

English (LSJ)

Dor. ὀξυακοΐα, ἡ, a sharp, quick ear, Hippod. ap. Stob.4.39.26, Metop.ib.3.1.115, Plu.2.34c, Alex.Aphr.in Top.327.14, interpol. in Poll.2.82.

German (Pape)

[Seite 352] ἡ, scharfes, seines Gehör, Sp. – Vgl. auch ὀξυκοΐα.

Russian (Dvoretsky)

ὀξυηκοΐα:тонкий слух Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυηκοΐα: Δωρ. -ᾱκοΐα, ἡ, ὀξύτης εἰς τὸ ἀκούειν, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 555. 6, Πολυδ. Βʹ, 82· - ἐκ τοῦ ὀξῠήκοος, ον, ὁ ὀξεῖαν ἔχων ἀκοήν, ὀξεῖαν ἀντίληψιν, αἴσθησις Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 17. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε ἐσφαλμένως, ὀξύκοος, ὀξυκοΐα· ὑπερθ. ὀξυκοώτατος πιθ. γραφ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 65 ἀντὶ ὀξυηκούστατος, πρβλ. -οώτερος Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 20. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.

Greek Monolingual

η (Α ὀξυηκοΐα και δωρ. τ. ὀξυακοΐα και εσφ. γραφ. ὀξυκοΐα) οξυήκοος
η ιδιότητα του οξυήκοου, οξύτητα της ακοής.