αὐθαδίζομαι: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afthadizomai | |Transliteration C=afthadizomai | ||
|Beta Code=au)qadi/zomai | |Beta Code=au)qadi/zomai | ||
|Definition=aor. -ισάμενος Them. | |Definition=aor. -ισάμενος Them.''Or.''34 P.467 D.:—to [[be self-willed]], οὐκ αὐθαδιζόμενος Pl.''Ap.''34d; to [[be puffed up]], [[arrogant]], Them. ''Or.''29.346b. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
aor. -ισάμενος Them.Or.34 P.467 D.:—to be self-willed, οὐκ αὐθαδιζόμενος Pl.Ap.34d; to be puffed up, arrogant, Them. Or.29.346b.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): αὐθαδειάζομαι S.E.P.1.237, Lib.Decl.15.47; αὐθαδιάζομαι Polem.Call.24, Gr.Naz.M.35.580C
1 abs. ser arrogante οὐκ αὐθαδιζόμενος sin arrogancia por mi parte Pl.Ap.34d, cf. M.Ant.4.32, Them.Or.29.346b, 34.467d, Lib.l.c., Agath.3.6.3, αὐθαδίζεσθαι λέγε, μὴ ἀναιδεύεσθαι Phryn.44.
2 osar, atreverse a c. ac. int. νεώτερος ὢν ταῦτα ηὐθαδιάσατο Polem.l.c., c. inf. πότερον καταληπτά ἐστιν ἢ ἀκατάληπτα λέγειν αὐθαδειαζομένη (ἡ μέθοδος) (el método) que se atreve a afirmar si son causas aprehensibles o no aprehensibles S.E.l.c., αὐθαδιζόμενος ... κρίσεις τὰς ἐσομένας ἐρρύθμιζεν Procop.Arc.14.5
•c. πρός y ac. φιλεῖ ... τὰ γενναῖα φρονήματα πρὸς τὸ βίᾳ κρατοῦν αὐθαδιάζεσθαι Gr.Naz.l.c.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être présomptueux ou arrogant.
Étymologie: αὐθάδης.
German (Pape)
[θᾱ], sich anmaßend, hartnäckig, stolzbetragen, Plat. Apol. 34b. v.l. αὐθαδιάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
αὐθᾱδίζομαι: быть дерзким, самонадеянным Plat.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθᾱδίζομαι: ἀποθ., φέρομαι αὐθαδῶς, θρασέως, ὑπερηφάνως, οὐκ αὐθαδιζόμενος Πλάτ. Ἀπολ. 34D· ἀόρ. -ισάμενος Θεμίστ. σ. 467. 23 Δινδ.: Ἐνεργ. παρὰ Γρηρ. Ναζ.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 66.
Greek Monolingual
αὐθαδίζομαι (Α) αυθάδης
αυθαδιάζω.
Greek Monotonic
αὐθᾱδίζομαι: αποθ., είμαι αυθάδης, ισχυρογνώμων, σε Πλάτ.