στρεψίμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
(38)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strepsimallos
|Transliteration C=strepsimallos
|Beta Code=streyi/mallos
|Beta Code=streyi/mallos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with tangled fleece</b>: <b class="b3">σ. τὴν τέχνην</b>, metaph. of Euripides, in reference to his <b class="b2">complex phrases</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>638</span>.</span>
|Definition=στρεψίμαλλον, [[with tangled fleece]]: <b class="b3">σ. τὴν τέχνην</b>, metaph. of Euripides, in reference to his [[complex phrases]], Ar.''Fr.''638.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0954.png Seite 954]] mit krauser Wolle, ὄϊς; – übrtr., schlau, arglistig, Eust. u. Suid. v. l. für das Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0954.png Seite 954]] mit krauser Wolle, ὄϊς; – übrtr., schlau, arglistig, Eust. u. Suid. [[varia lectio|v.l.]] für das Folgde.
}}
{{elru
|elrutext='''στρεψίμαλλος:''' (ῐ) досл. с курчавой шерстью, перен. затейливый: σ. τὴν τέχνην Arph. вычурный в своих произведениях.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο [[τρίχωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) (ως [[προσωνυμία]] του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]), συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>μαλλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο [[τρίχωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) (ως [[προσωνυμία]] του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]), συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), [[πρβλ]]. [[μονόμαλλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεψίμαλλος Medium diacritics: στρεψίμαλλος Low diacritics: στρεψίμαλλος Capitals: ΣΤΡΕΨΙΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: strepsímallos Transliteration B: strepsimallos Transliteration C: strepsimallos Beta Code: streyi/mallos

English (LSJ)

στρεψίμαλλον, with tangled fleece: σ. τὴν τέχνην, metaph. of Euripides, in reference to his complex phrases, Ar.Fr.638.

German (Pape)

[Seite 954] mit krauser Wolle, ὄϊς; – übrtr., schlau, arglistig, Eust. u. Suid. v.l. für das Folgde.

Russian (Dvoretsky)

στρεψίμαλλος: (ῐ) досл. с курчавой шерстью, перен. затейливый: σ. τὴν τέχνην Arph. вычурный в своих произведениях.

Greek (Liddell-Scott)

στρεψίμαλλος: -ον, ὁ ἔχων συνεστραμμένα ἢ περιπεπλεγμένα ἔρια, στρ. τὴν τέχνην, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Εὐριπίδου ἐν ἀναφορᾷ, ὡς λέγουσι, πρὸς τὰς περιπλόκους αὐτοῦ φράσεις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 542, πρβλ. Εὐστ. 1638. 17, Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ., ἀλλ’ ὁ Δινδ. διορθοῖ στρεψίμελος, ὡς ἔχει ὁ Σχολ. ἐν Νεφ. 787.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο τρίχωμα
2. μτφ. (στην κωμωδία) (ως προσωνυμία του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- του στρέφω (πρβλ. στρέψις), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. μονόμαλλος].