στρεψίμαλλος: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strepsimallos | |Transliteration C=strepsimallos | ||
|Beta Code=streyi/mallos | |Beta Code=streyi/mallos | ||
|Definition= | |Definition=στρεψίμαλλον, [[with tangled fleece]]: <b class="b3">σ. τὴν τέχνην</b>, metaph. of Euripides, in reference to his [[complex phrases]], Ar.''Fr.''638. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0954.png Seite 954]] mit krauser Wolle, ὄϊς; – übrtr., schlau, arglistig, Eust. u. Suid. v. l. für das Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0954.png Seite 954]] mit krauser Wolle, ὄϊς; – übrtr., schlau, arglistig, Eust. u. Suid. [[varia lectio|v.l.]] für das Folgde. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρεψίμαλλος:''' (ῐ) досл. с курчавой шерстью, перен. затейливый: σ. τὴν τέχνην Arph. вычурный в своих произведениях. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο [[τρίχωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) (ως [[προσωνυμία]] του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]), συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο [[τρίχωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) (ως [[προσωνυμία]] του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψι</i>- του [[στρέφω]] (<b>πρβλ.</b> [[στρέψις]]), συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλός]]), [[πρβλ]]. [[μονόμαλλος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
στρεψίμαλλον, with tangled fleece: σ. τὴν τέχνην, metaph. of Euripides, in reference to his complex phrases, Ar.Fr.638.
German (Pape)
[Seite 954] mit krauser Wolle, ὄϊς; – übrtr., schlau, arglistig, Eust. u. Suid. v.l. für das Folgde.
Russian (Dvoretsky)
στρεψίμαλλος: (ῐ) досл. с курчавой шерстью, перен. затейливый: σ. τὴν τέχνην Arph. вычурный в своих произведениях.
Greek (Liddell-Scott)
στρεψίμαλλος: -ον, ὁ ἔχων συνεστραμμένα ἢ περιπεπλεγμένα ἔρια, στρ. τὴν τέχνην, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Εὐριπίδου ἐν ἀναφορᾷ, ὡς λέγουσι, πρὸς τὰς περιπλόκους αὐτοῦ φράσεις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 542, πρβλ. Εὐστ. 1638. 17, Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ., ἀλλ’ ὁ Δινδ. διορθοῖ στρεψίμελος, ὡς ἔχει ὁ Σχολ. ἐν Νεφ. 787.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο τρίχωμα
2. μτφ. (στην κωμωδία) (ως προσωνυμία του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- του στρέφω (πρβλ. στρέψις), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. μονόμαλλος].