ὀποπάναξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
(eksahir)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opopanaks
|Transliteration C=opopanaks
|Beta Code=o)popa/nac
|Beta Code=o)popa/nac
|Definition=[πᾰ], ᾰκος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gum of Opopanax hispidus, Hercules' woundwort</b>, Heraclid.Tar. ap. Gal.14.186, Dsc.3.48, Gal.12.94, <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>1.52.11</span> (iii A. D.).</span>
|Definition=[πᾰ], ᾰκος, ὁ, [[gum of Opopanax hispidus]], [[Hercules' woundwort]], Heraclid.Tar. ap. Gal.14.186, Dsc.3.48, Gal.12.94, ''PGrenf.''1.52.11 (iii A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[gomorresina de opopánax]]
|esgtx=[[gomorresina de opopánax]]
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀποπάναξ]])<br />αγγειόσπερμο δικότυλο [[φυτό]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], αποτελεί [[γένος]] το οποίο ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[οπός]] του [[παραπάνω]] φυτού, ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται στην [[αρωματοποιία]] και στη [[φαρμακευτική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπός]] «[[χυμός]] φυτού» <span style="color: red;">+</span> [[πάναξ]] «[[είδος]] φυτού». Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> <i>opopanax</i>].
}}
{{elmes
|esmgtx=ὁ [[gomorresina de opopánax]] τοῦ πιπερίου βʹ τρίψας μῖξον μετὰ ὀποπάνακος <b class="b3">tritura dos (granos) de pimienta y mézclalos con opopánax</b> SM 96A 68
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀποπάναξ Medium diacritics: ὀποπάναξ Low diacritics: οποπάναξ Capitals: ΟΠΟΠΑΝΑΞ
Transliteration A: opopánax Transliteration B: opopanax Transliteration C: opopanaks Beta Code: o)popa/nac

English (LSJ)

[πᾰ], ᾰκος, ὁ, gum of Opopanax hispidus, Hercules' woundwort, Heraclid.Tar. ap. Gal.14.186, Dsc.3.48, Gal.12.94, PGrenf.1.52.11 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 361] ακος, ὁ, der Saft der Pflanze πάναξ, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀποπάναξ: -ακος, ὁ, ὁ ὀπὸς τοῦ φυτοῦ πάνακος, Διοσκ. 3. 55.

Spanish

gomorresina de opopánax

Greek Monolingual

ο (Α ὀποπάναξ)
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα
αρχ.
ο οπός του παραπάνω φυτού, ο οποίος χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός «χυμός φυτού» + πάναξ «είδος φυτού». Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. opopanax].

Léxico de magia

gomorresina de opopánax τοῦ πιπερίου βʹ τρίψας μῖξον μετὰ ὀποπάνακος tritura dos (granos) de pimienta y mézclalos con opopánax SM 96A 68