ἐπιτεταμένως: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitetamenos | |Transliteration C=epitetamenos | ||
|Beta Code=e)pitetame/nws | |Beta Code=e)pitetame/nws | ||
|Definition=Adv., (ἐπιτείνω) < | |Definition=Adv., ([[ἐπιτείνω]]) [[intensely]], ἐ. λευκός Dsc.5.152; θερμαίνειν Id.1.77; [[vehemently]], λαλεῖν Phld.''Ir.''p.74 W.; προπίνειν Ath. 2.45d, etc. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0991.png Seite 991]] angespannt, stark, προπίνειν Ath. II, 45 d, a. Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιτεταμένως''': Ἐπίρρ., ἐν ἐπιτάσει, [[σφόδρα]], λευκὴ [[ἐπιτεταμένως]], λευκοτάτη, Διοσκ. 5. 171· ὑπερμέτρως, τοῖς προπίνουσιν [[ἐπιτεταμένως]] οὐκ οἰκείως διατίθεται ὁ [[στόμαχος]], ἀλλὰ [[μᾶλλον]] κακοῦται Ἀθήν. 45D· μετ’ ἐπιτάσεως, ἐπιτεταμέωως, ὁρᾷ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 635. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιτεταμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> έντονα, με [[επίταση]], με [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> με [[επιμονή]]<br /><b>3.</b> υπέρμετρα, υπερβολικά<br /><b>4.</b> βίαια, ορμητικά, σφοδρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-[[τεταμένος]], μτχ. παρακμ. του <i>επιτείνομαι</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., (ἐπιτείνω) intensely, ἐ. λευκός Dsc.5.152; θερμαίνειν Id.1.77; vehemently, λαλεῖν Phld.Ir.p.74 W.; προπίνειν Ath. 2.45d, etc.
German (Pape)
[Seite 991] angespannt, stark, προπίνειν Ath. II, 45 d, a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτεταμένως: Ἐπίρρ., ἐν ἐπιτάσει, σφόδρα, λευκὴ ἐπιτεταμένως, λευκοτάτη, Διοσκ. 5. 171· ὑπερμέτρως, τοῖς προπίνουσιν ἐπιτεταμένως οὐκ οἰκείως διατίθεται ὁ στόμαχος, ἀλλὰ μᾶλλον κακοῦται Ἀθήν. 45D· μετ’ ἐπιτάσεως, ἐπιτεταμέωως, ὁρᾷ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 635.
Greek Monolingual
ἐπιτεταμένως (Α)
επίρρ.
1. έντονα, με επίταση, με δύναμη
2. με επιμονή
3. υπέρμετρα, υπερβολικά
4. βίαια, ορμητικά, σφοδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-τεταμένος, μτχ. παρακμ. του επιτείνομαι].