πωλητικός: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=politikos | |Transliteration C=politikos | ||
|Beta Code=pwlhtiko/s | |Beta Code=pwlhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=πωλητική, πωλητικόν, [[offering for sale]], <b class="b3">τὸ τῆς.. ἀρετῆς π.</b> [[the trade of offering]] excellence [[for sale]], Pl.''Sph.''224d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πωλητικός -ή -όν [πωλέω] verkoops-. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
πωλητική, πωλητικόν, offering for sale, τὸ τῆς.. ἀρετῆς π. the trade of offering excellence for sale, Pl.Sph.224d.
German (Pape)
[Seite 827] den Verkauf betreffend, verkaufend, τινός, Plat. Soph. 224 d.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πωλητικός -ή -όν [πωλέω] verkoops-.
Russian (Dvoretsky)
πωλητικός: продажный, торговый Plat.
Greek (Liddell-Scott)
πωλητικός: -ή, -όν, ὁ παρέχων εἰς πώλησιν, τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πωλεῖν τὴν ἀρετὴν (τὴν ὑπεροχήν), Πλάτ. Σοφιστ. 224D. Ἐπίρρ. -κῶς.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πωλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώληση
2. αυτός που προσφέρει κάτι για πώληση
3. φρ. «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» — το επάγγελμα του να πουλάει κανείς την αρετή.
επίρρ...
πωλητικῶς Α
με πωλητικό τρόπο.